Συνέντευξη: Στέφανος Λιγκοβανλής, η πρόσβαση στην τέχνη έχει καταλήξει να θεωρείται προνόμιο και όχι βασικό δικαίωμα
Ο Στέφανος Λιγκοβανλής είναι βαθιά δεμένος με την τέχνη της μουσικής με έναν πολύ ιδιαίτερο τρόπο. Είναι μεταδιδακτορικός ερευνητής Αρχαιολογίας και ταυτόχρονα η μουσική είναι ένα αναπόσπαστο κομμάτι της ζωής του. Έχει καταφέρει να ισορροπεί ανάμεσα στον κόσμο της επιστημής και αυτόν της τέχνης της μουσικής αφού δεν μπορεί να φανταστεί τον εαυτό του να έχει μόνο την μία από τις δυο ιδιότητες.
Πώς ξεκίνησε η ενασχόλησή σας με το τραγούδι; Είχατε κάποια ερεθίσματα από το οικογενειακό περιβάλλον;
Πέρα από έναν σχετικά καλλίφωνο πατέρα και φυσικά την ασυνείδητη επιθυμία ενός αγοριού να τον ξεπεράσει, φαντάζομαι πως είχα τα ερεθίσματα που οι περισσότεροι από εμάς έχουν στην παιδική ηλικία. Δηλαδή τις μουσικές που ακούγαμε στο σπίτι μας και στις παρέες μας, οι οποίες στη δική μου περίπτωση ήταν ποικίλες συνδυάζοντας μια λαϊκή μουσική παράδοση με τις «σύγχρονες» εκείνη την εποχή τάσεις. Στη δική μου περίπτωση, η μουσική, το να παίζω τραγουδώντας, ήταν πράγματι παιχνίδι, συνυφασμένο με μια καθημερινότητα επιτρέποντάς σου, όπως αργότερα κατανόησα, να εκφράσεις και βαθιά να βιώσεις τα συναισθήματά σου. Παραδόξως μια τέτοια έκφραση ανακάλυψα πως έχαιρε ιδιαίτερης αποδοχής από τυχαίους ακροατές. Σε μεγαλύτερη πλέον ηλικία και στο σχολικό περιβάλλον μια από τις δασκάλες μου, φιλόλογος ήταν, θέλησε να καλλιεργήσει περισσότερο αυτή μου την πτυχή, ενθαρρύνοντάς με και προσφέροντάς μου περισσότερα μουσικά εναύσματα. Τραγουδούσα λοιπόν σε εθνικές εορτές και επετείους και σε διάφορα μουσικά αφιερώματα που κατά καιρούς διοργανώναμε στο σχολικό περιβάλλον, εκδηλώσεις που η επιτυχία τους μεταφράζονταν σε ψήφους κατά τις εκλογές για την ανάδειξη του δεκαπενταμελούς συμβουλίου (γέλια). Τότε ήταν και η εποχή που με τρόπο εμπειρικό, διότι η ωδειακή μου κατάρτιση είχε τερματιστεί εκεί κοντά στην έναρξη της εφηβείας, ξεκίνησα τις πρώτες συνθετικές και στιχουργικές μου αναζητήσεις, οι οποίες βέβαια, καθότι με χαρακτήριζε ιδιαίτερη συστολή, άρχισαν να αποθηκεύονται στο συρτάρι.
Πώς ήταν τα πρώτα χρόνια ενασχόλησής σας με την μουσική και ειδικότερα κατά την περίοδο δημιουργίας του συγκροτήματος 15-50;
Ήταν μια εποχή ιδιαίτερα ρομαντική ή τουλάχιστον εγώ έτσι τη βίωσα. Οι κοινωνικοοικονομικές συνθήκες σου επέτρεπαν να δημιουργείς καλλιτεχνικά χωρίς να κάνεις ιδιαίτερες υποχωρήσεις από την όποια αισθητική σου, ενώ ταυτόχρονα μπορούσες, εάν ενεργά το επιδίωκες, να καλύψεις τις βιοτικές σου ανάγκες από την εξάσκηση της «τέχνης» σου. Για εμένα ειδικότερα που εκείνη την περίοδο ήμουν ταυτόχρονα προπτυχιακός φοιτητής ήταν μια περίοδος σχεδόν ονειρική, -και το γνώριζα.
Σε μια τέτοια συγκυρία δημιουργήθηκαν οι 15-50. Συστήθηκε μια ομάδα ανθρώπων οι οποίοι ανέπτυξαν ιδιαίτερους δεσμούς μεταξύ τους, μια «οικογένεια» με τα καλά και τα κακά της. Παρότι η καλλιτεχνική μας έκφραση δεν θα έλεγα ότι έφερε κάτι το «αντιδραστικό», η γενικότερη στάση μας, ακολουθούσε μια ιδιαίτερα underground νόρμα. Σε μια εποχή που τα social media ήταν λέξη άγνωστη, αρνούμασταν εμφανίσεις στην τηλεόραση, αλλά και να ενταχθούμε στις επιταγές κάποιου star system, που -κακά τα ψέματα- χαρακτήριζε από τότε ακόμη και τη λεγόμενη εναλλακτική μουσική σκηνή. Πιστεύαμε πολύ στην προσωπική επαφή και τις ζωντανές εμφανίσεις και φροντίζαμε αυτές να πληρούν κάποιες ελάχιστες προϋποθέσεις ως προς τον ήχο μας, τη σκηνική μας παρουσία, το χαμηλό κόστος για κάποιον ο οποίος ήθελε να μας δει ζωντανά κλπ. Τα πράγματα αυτά θα ήταν αδιανόητα σήμερα, αλλά τότε μας το επέτρεπε η εποχή…
Φτιάξαμε λοιπόν τον πρώτο δίσκο του σχήματος ο οποίος εξέφραζε τις μετεφηβικές μας ανησυχίες τόσο συνθετικά όσο και στιχουργικά και έτυχε θερμής υποδοχής από κοινό και κριτικούς, σε βαθμό μάλιστα που δεν περιμέναμε και ίσως και δεν ήμασταν και έτοιμοι να διαχειριστούμε. Από την κυκλοφορία αυτή δεν είχαμε την παραμικρή άμεση οικονομική ωφέλεια -όπως σας είπα ήταν μια περίοδος ιδιαίτερα ρομαντική για εμάς, βλέπαμε ότι τα καταφέρνουμε με τις δικές μας δυνάμεις και αυτή μάλιστα θεωρούσαμε ότι ήταν και η κυριότερη ανταμοιβή μας.
Η επιστήμη της Αρχαιολογίας, πώς συμπορεύεται με την τέχνη της μουσικής και του τραγουδιού;
Παρότι άργησα σχετικά να το καταλάβω, κάποια στιγμή εμπέδωσα πως οι άνθρωποι δεν είμαστε ένα πράγμα. Έχουμε μέσα μας πολλές πτυχές που δεν πρέπει να τις φοβόμαστε και οι οποίες αν το επιτρέψει και η συγκυρία θα μπορούσαν να αναπτυχθούν με κάποια σχετική αρμονία, ανατροφοδοτώντας μάλιστα η μία την άλλη. Εμένα η τέχνη μου επιτρέπει να εκφράζω το φαντασιακό μου -με ένα υγιή τρόπο νομίζω- και από την άλλη η ενασχόληση με την επιστήμη είναι εκεί για να σου τονίζει τι είναι πραγματικό και τι όχι, εφόσον για να εξασκήσεις επιστήμη σε υψηλό επίπεδο και με τρόπο άρτιο πάντα χρειάζεσαι αποδείξεις απτές σε σχέση με τις υποθέσεις και τα συμπεράσματά σου. Τα πράγματα δηλαδή δεν είναι έτσι επειδή απλά έτσι θα ήθελες να είναι. Η τέχνη όπως σας είπα δεν έχει τέτοιους περιορισμούς. Ενώ το πιο δύσκολο νομίζω πράγμα προς κατάκτηση είναι να γνωρίζεις πότε θα κάνεις switch ανάμεσα στις δύο καταστάσεις. Έτσι επιτυγχάνεται μια κάποιου είδους ισορροπία και συγκροτείσαι και ως προσωπικότητα σε δεδομένες χρονικές στιγμές. Υπό την έννοια λοιπόν αυτή ο συγκερασμός επιστήμης και τέχνης στη δική μου ζωή λειτουργεί εξισορροπητικά και από την άλλη μεριά, όπως σας είπα, δεν θα μπορούσα να αρνηθώ αυτό που είμαι.
Αν σας έλεγαν να διαλέξετε ανάμεσα στην Αρχαιολογία και το τραγούδι, τι θα διαλέγατε;
Το ερώτημα με απασχολούσε έντονα κι εμένα παλιότερα. Όσο κι αν αφήσεις ηθελημένα ένα κομμάτι του εαυτού σου πίσω θα ‘ρθει μόνο του να σε βρει κάποια στιγμή και θα σου χτυπήσει την πόρτα- δεν λέω καμιά σοφία. Τότε θα πρέπει να δεις τι θα κάνεις μαζί του, πέρα από την βιοτική ανάγκη ανάπτυξης μιας χι καριέρας και των όποιων περιορισμών, χρονικών, σωματικής και πνευματικής κόπωσης συνεπάγεται κάτι τέτοιο στη σημερινή εποχή…
Η ερμηνεία ή η σύνθεση χαίρει μεγαλύτερης προτίμησης από εσάς;
Παρότι φαντάζουν δυο πράγματα διαφορετικά δεν είμαι σίγουρος ότι μπορούν εύκολα να διαχωριστούν. Σίγουρα για εμένα νομίζω, θα έλεγα ότι είναι όχι τόσο δύσκολο αλλά κυρίως «επώδυνο» να φτιάχνω μουσική και ακόμη περισσότερο να αποτυπώνω στιχουργικά τις όποιες μου ανησυχίες. Την ίδια στιγμή το ερμηνευτικό κομμάτι ήδη έχει διαμορφωθεί μέσα μου με ένα μηχανισμό αυτόματο που προφανώς και δεν μπορώ να σας εξηγήσω, ούτε και κάποιος νευροεπιστήμονας νομίζω τη δεδομένη στιγμή-σε κάποια χρόνια ίσως να μάθουμε περισσότερα για αυτά τα πράγματα. Μετά τη δύσκολη αυτή διαδικασία «κύησης» έρχεται το «εκτελεστικό» κομμάτι το οποίο για μένα είναι αρκετά απλό ένεκα του ότι είμαι και παλιά καραβάνα στα live (γέλια). Το σίγουρο πάντως είναι πως κάθε στάδιο έχει τη χάρη του. Σε κάθε περίσταση-όχι μόνο στη μουσική-οι δημιουργικές διαδικασίες είναι κατά κανόνα εσωτερικές και επώδυνες, ενώ οι «εκτελεστικές» έρχονται ως επιστέγασμα θρέφοντας παράλληλα τον όποιο ναρκισσισμό μας.
Πώς βιώσατε ως καλλιτέχνης την εποχή του κορονοϊού; Ποια είναι τα συναισθήματα που σας δημιούργησε σε σχέση με την καλλιτεχνική πραγματικότητα;
Δεν νομίζω πως θα σας πω κάτι καινούργιο. Βίωσα αυτό που ένιωσαν και όλοι οι άνθρωποι, νομίζω, άσχετα αν δηλώνουν καλλιτέχνες ή όχι. Φόβος, αγωνία και αβεβαιότητα, συναισθήματα που προκαλούνται στην ανθρώπινη φύση για κάθε κατάσταση που θεωρεί ότι δεν μπορεί να ελέγξει. Βεβαίως είμαστε και αρκετά τυχεροί που ζούμε σε μια εποχή όπου η επιστήμη κατάφερε να υπερκεράσει ένα φαινόμενο το οποίο σε παρελθόντα χρόνο θα είχε πολύ πιο καταστρεπτικές συνέπειες -δεν μπορεί πάντως να μην σκεφτεί κάποιος πως αν σε παγκόσμιο επίπεδο ανάλογοι πόροι κατευθύνονταν στην έρευνα για την καταπολέμηση και άλλων σοβαρών ασθενειών τότε θα είχαμε λύσει αρκετά από τα υγειονομικά μας προβλήματα…
Τώρα σε σχέση με τον καλλιτεχνικό χώρο είναι δεδομένο πως σε κάθε περίοδο κρίσης αυτό που πρώτα χτυπιέται είναι οι «πολυτέλειες» που μπορούμε να απολαύσουμε σε συνθήκες ομαλότητας. Το δυστυχές είναι πως για μια κρίσιμη μεγάλη μερίδα κόσμου η πρόσβαση στην τέχνη έχει καταλήξει να θεωρείται προνόμιο και όχι απλή ικανοποίηση μιας ζωτικής ανάγκης και βασικό δικαίωμα…
Θυμάστε μια ιστορία που σας έχει μείνει ανεξίτηλη από την καλλιτεχνική σας πορεία;
Υπάρχουν σίγουρα ένα σωρό περιστατικά που πράγματι έχουν ανεκδοτολογικό χαρακτήρα, φυσικά και πολύ άσχημες στιγμές και άλλες που έρχονται σαν γροθιά και σου ανοίγουν τα μάτια και το μυαλό. Όπως καταλαβαίνετε τα όσα συμβαίνουν στο πλαίσιο μιας όποιας καλλιτεχνικής δραστηριότητας δεν διαφέρουν από αυτά που συμβαίνουν και στην υπόλοιπη ζωή. Ένα υπέροχο συναίσθημα πάντως ήταν, όταν για πρώτη φορά μετά από ένα πολύ έντονο live, επιστρέφοντας σπίτι, σχεδόν ξημερώματα ήταν, είχα την τύχη να αφουγκραστώ, αλλά και να μου επιτρέψω να παρατηρήσω την έναρξη του τραγουδιού των πουλιών και μάλιστα σ’ ένα περιβάλλον αστικό ιδιαίτερα επιβαρυμένο… ένα έκανε την αρχή και σε λίγο υπήρξε αυτή η γνωστή πανδαισία …το διδακτικόν του θέματος το αφήνω σε εσάς…
Πείτε μας λίγα λόγια για την τελευταία σας δημιουργία, για τη συλλογή τραγουδιών “Μείον Α”.
Βασικά η συλλογή αυτή δεν συνιστά μόνο δική μου δημιουργία, είναι σε μεγάλο βαθμό προϊόν ομαδικής δουλειάς. Πρόκειται για ένα κύκλο τραγουδιών που δημιουργήθηκαν ουσιαστικά καταμεσής της οικονομικής κρίσης, χονδρικά από το 2011 έως το 2015. Τότε με τους καλούς φίλους Αλέξανδρο Κούρτη και Στέλιο Τσιμπίδη, με τους οποίους είχαμε συνυπάρξει για κάποιο καιρό στην Αρχιτεκτονική στο Νέο Κόσμο και έκτοτε όλο υποσχόμασταν ο ένας στον άλλο να συμπράξουμε δημιουργικά, αποφασίσαμε να κάνουμε παρέα… Μαζευόμασταν λοιπόν τότε στο σπίτι που έμενα στο Κουκάκι και συζητάγαμε, παίζαμε μουσική και τρωγοπίναμε. Μέσα σε μια τέτοια συνθήκη φτιάξαμε λοιπόν αρκετά τραγούδια ή προπλάσματα τα οποία και «παγιδεύαμε» σε ένα μικρό καταγραφικό ήχου του Αλέκου.
Στη συνέχεια το παιδέψαμε λίγο το πράγμα μουσικά, αρχίσαμε να σκαλίζουμε ό,τι είχαμε φτιάξει, να ταλαιπωρούμε τα τραγούδια σε πρόβες σεstudio, να τα αναδιασκευάζουμε κλπ.-τότε μας προέκυψε και η Ρουμπίνη Ανδρεάκου στην παρέα. Τελικά επιλέχτηκε μια αισθητική και ένας ήχος, όπως τον προσέφερε το απλό αυτό καταγραφικό του Αλέκου το οποίο κατάφερε να αποτυπώσει όχι κάποιου είδους τεχνική αρτιότητα αλλά ακριβώς το συναίσθημα της δημιουργίας των τραγουδιών στην πρωτόλεια και τραχιά μορφή τους. Αυτό έγινε προσπάθεια να περάσει και στην τελική ηχογράφηση στην ενορχήστρωση και τη μίξη των τραγουδιών-7 επιλέχτηκαν τελικά από ένα μεγαλύτερο όγκο υλικού. Παρότι το θεωρώ σχετικά δύσκολο άκουσμα ίσως να άξιζε την ακρόασή σας ως σύνολο, και στιχουργικά και ερμηνευτικά για εμένα νομίζω πως συνιστά ένα πέρασμα σε κάποιου είδους «εκφραστική ωριμότητα».
Ποιο πιστεύετε ότι είναι το νόημα της ζωής; Πιστεύετε ότι το έχετε βρει;
Χαχαχα, όχι δεν το έχω βρει και αν έχετε κάποια ασφαλή πληροφορία παρακαλώ να μου την πείτε. Παρόλα αυτά θα σας έλεγα ότι μια καλή τακτική θα ήταν να απονοηματοδοτήσουμε κάποια πράγματα γιατί δεν είναι ανάγκη όλα να βγάζουν ή να έχουν και νόημα. Αυτό που πιθανώς μπορώ να σας πω με μεγαλύτερη σιγουριά είναι πώς είναι η ζωή. Ε, αυτή, όπως και να το κάνουμε, είναι έτσι-και θα σας παραπέμψω για τα περαιτέρω στους στίχους από το τραγούδι «Αμφίβια».
Μπορείτε να ακούσετε τον Στέφανο από το Youtube κανάλι του: https://bit.ly/3xf62lx & στο Spotify: https://spoti.fi/3HINKy1
All rights reserved 2021. Απαγορεύεται η αναδημοσίευση όλου του κειμένου ή τμήματος αυτού καθώς και η αναπαραγωγή των φωτογραφιών χωρίς αναφορά στην πηγή και το συντάκτη/φωτογράφο.