Μια βόλτα στα βουνά της Κύπρου
Στη Λάρνακα είχε αφόρητη ζέστη το πρωί κατά τις έντεκα. Χωρίς κλιματισμό στη Λάρνακα καλοκαίρι δε βγαίνει. Η θέα από το δωμάτιο του ξενοδοχείου στις Φοινικούδες ήταν υπέροχη δε λέω, αλλά μπορούσες να την απολαύσεις ανασαίνοντας μόνο μετά τις 8 το βράδυ. Δεν είναι μόνο η ζέστη, αλλά και η αναθεματισμένη υγρασία. Καιρό είχα να μείνω Λάρνακα. Δεν μου είχε λείψει η αλήθεια είναι. Πάντα προτιμώ την κοσμοπολίτισσα Λεμεσό ή την αρχοντική Λευκωσία με την υπέροχη παλιά πλευρά της – κι ας με πονάει που είναι κομμένη στα δυο. Είχα αρκετή δουλειά να κάνω παρ’ όλο που ήταν μέρα ρεπό κι ως τις δύο που θα αναχωρούσαμε για μια βόλτα με τον παραμυθά φίλο μας ΓΧ – που σίγουρα δεν είναι τεμπέλης ούτε μοιάζει με δράκο – είχα πράγματα να κάνω. Η ώρα θα περνούσε και μετά θα ερχόταν να μας πάρει να πάμε σε κάτι βουνά, είπε. Δεν είχα δώσει πολλή σημασία, απλά σκεφτόμουνα «καλύτερα στα βουνά, να γλιτώσουμε την ζέστη». Ο ΓΧ είναι παθιασμένος με τον τόπο του. Είναι εξαίρετος ξεναγός στην ιστορία του τόπου του, στις γεύσεις και τις μυρωδιές του. Μαζί του γνωρίσαμε την Κύπρο πιο βαθειά, πιο ουσιαστικά.
Έτσι μόνο μαθαίνεις έναν τόπο, όταν μύστης σου είναι ένας ντόπιος με μεγάλη αγάπη για την πατρίδα του, τόση αγάπη που θέλει να την ενστερνιστείς κι εσύ. Ευγνώμων.
Με το κινητό να χτυπάει φύγαμε από την Λάρνακα οι τρεις μας μαζί και με την επίτιμη καλεσμένη την Ελευθερία μας και ξεκινήσαμε την διαδρομή προς Λευκωσία για να συνεχίσουμε προς το Τρόοδος σε ένα ωραίο ανέβασμα γεμάτο εικόνες κι αίσθηση όμοια με την ελληνική επαρχία. Σε μια διαδρομή χωρίς μουσική με την μουσική να είναι τόσο παρούσα στην μιάμιση περίπου ώρα που διήρκησε το ταξίδι, μ’ εμάς τους τρεις ανθρώπους της μουσικής με άλλη ιδιότητα ο καθένας, αλλά με κοινό το πάθος για την μουσική. Όμορφες στιγμές με τον Χατζιδάκι και τον Λεξ, indie groups και reality, ποίηση και σύγχρονο στίχο να εναλλάσσονται σε θεματολογία. Με τούτα και με κείνα φτάσαμε σε ένα υπέροχο, ολόδροσο μέρος που κάτι μου θύμισε από τις Πηγές της Κρύας στην Λιβαδεια.
Γεφύρια και τρεχούμενα νερά. Δροσιά. Πλατάνια. Κι ένα χωριό αγκαλιαστά με ωραίες σκεπές και μια καφετίλα ανάμεσα στο πράσινο της φύσης. Ήρθε κι ο καλός του φίλος ο Χ. Τον είχαμε γνωρίσει στην Μόσχα κάποτε. Λιγομίλητος. Ευγενής. Ήταν συμμαθητές με τον ΓΧ. Έχουν παραμείνει φίλοι και είναι και συνεργάτες. Το μέρος που πήγαμε ήταν η Κακοπετριά. Λευκωσιάτικο στέκι μάθαμε κι ανάσα για τους πρωτευουσιάνους του νησιού. Θα τρώγαμε πέστροφα οπωσδήποτε σε αυτό το πανέμορφο μπαλκόνι με την ωραία θέα. Η συνταγή της οικογένειας για δεκαετίες ήταν πόλος έλξης για πολλούς λάτρεις του καλού φαγητού κι ως πεστροφοαναθρεμένη είπα στον γλυκύτατο ιδιοκτήτη ότι θα είχα μεγάλες προσδοκίες.
Δυο λόγια για τον ιδιοκτήτη της ταβέρνας που δε συγκράτησα το όνομά του. Ένιωσα καλεσμένη του, όχι πελάτισσά του. Μίλαγε με αγάπη για τα υλικά και τα πιάτα, για την ταβέρνα που κληρονόμησε από τον πατέρα του, για τους ανθρώπους που είχε φιλοξενήσει στον χώρο του, για τις κυπριακές ποικιλίες κρασιού που γίνεται προσπάθεια να τις δυναμώσουν και να τις φέρουν στο προσκήνιο ξανά – ήπιαμε μια ποικιλία που λέγεται «μοροκανέλλα», δεν την είχα ξαναπιεί. Ένας ωραίος επαγγελματίας, ένας γλυκομίλητος άνθρωπος, φιλικός και διακριτικός συνάμα με τον λόγο του στη σωστή συχνότητα. Ένιωθα πολύ καλά. Η δε πέστροφα όταν ήρθε ήταν αριστουργηματική. Μου θύμιζε την συνταγη για την γλώσσα μενιέρ με βούτυρο, θα τολμήσω να πω η αίσθηση ήταν καλύτερη. Ίσως ήταν η όλη αίσθηση και η συγκυρία που έκανε να μοιάζουν όλα καλύτερα. Η παρέα, η συζήτηση, ο καθαρός αέρας, το αθόρυβο κινητό, η αποσυμπίεση, οι ήχοι του τρεχούμενου νερού από κάτω, η ωραία θερμοκρασία, όλα έκαναν τα πάντα να είναι ακόμα ομορφότερα. Ο σκοπός είχε επιτευχθεί. Διάλειμμα. Διακοπή. Break. Off. Αριστούργημα!
Μετά από ένα σφινάκι λιμοντσέλο και παγωτό μαστίχα με γλυκό του κουταλιού κεράσι από τα κεράσια της περιοχής που είχαν ένα μπεζ χρώμα στην εκδοχή τους σε γλυκό, συνεχίσαμε την βόλτα μας. Θα ανεβαίναμε πιο ψηλά. Στο κτήμα του Χ στην Άνω Γαλάτα. «Οκ», είπα μέσα μου, «πάμε» και στ΄αλήθεια με τίποτα δεν περίμενα να δω αυτό που είδα.
Εκατό χιλιάδες τετραγωνικά μέτρα έκταση με πλαγιές, μονοπάτια και στην είσοδο στο κτήμα μια τεχνητή λίμνη με βάθος 10 μέτρα. «Κολυμπώ κάθε μέρα εδώ» μας είπε ο Χ. «Έχει μέσα κυπρίνους και να, δέστε και τις πάπιες που φέραμε». Απίστευτο! Υπέροχο τοπίο. Χάζευα την βλάστηση δίπλα στην όχθη με τον ήλιο να πέφτει επάνω μας και με το αεράκι να κάνει τα φυτά να κουνιούνται ελαφρώς και μου ήρθε η ταινία «ο άνεμος χορεύει το κριθάρι» στο μυαλό κι ας μην είχα χωράφια με κριθάρι ν’ απλώνονται μπροστά μου. Μετά αρχίσαμε την περιήγηση στον παράδεισο του Χ. Ναι, ήταν παράδεισος, δεν ήταν ένα απλό κτήμα.
Δεν θα περιγράψω με όρους εξειδικευμένους, αλλά με λόγια της καρδιάς. Έχει φυτέψει κάθε λογής βοτάνι ο Χ στο κτήμα του. Περνάς, αγγίζεις κι ευωδιάζουν οι παλάμες σου. Φτιάχνει αφεψήματα σαφώς και τα μοιράζεται με τους φίλους του. Έχει φυτέψει δέντρα κι έχει βάλει καρτελάκια με τις ονομασίες τους επάνω για να μην αναρωτιέται ο τυχερός περιηγητής τι έχει γύρω του. Δοκιμάσαμε μούρα και φράουλες, νεκταρίνια και δαμάσκηνα που τα κόβαμε από τα δέντρα. Μου θύμισε φρούτα της παιδικής μου ηλικίας στο χωριό. Αγνές, δυνατές γεύσεις και αρώματα. Μας πήγε για μια στάση σε έναν ξενώνα που έχει φτιάξει για φιλοξενούμενους εκει όπου ξαποστάσαμε για 10 λεπτά. Όμορφη θέα, φύση ολόγυρα, ξύλο παντού εναρμονισμένο με το τοπίο, μεγάλα παράθυρα, σοφίτα και ξυλόσομπα για τον χειμώνα. Δεν είχα λόγια.
Συνεχίσαμε ανάμεσα σε ωραία στρωμένους διαδρόμους για τους περιπατητές και ανεβήκαμε πιο ψηλά ακόμα με ένα τρακτεράκι να δούμε τα κιόσκια του. «Κάθε σημείο έχει άλλη θέα». Δεν άκουγες τίποτα πραγματικά, μόνο τους ήχους της φύσης. Μελίσσια είχε σε διάφορα σημεία κι όπου κι αν κατεβήκαμε θαυμάζαμε το απέραντο μιας υγιούς φύσης. Την καλύτερη θέα είχε το κιόσκι που έβλεπε την θάλασσα της Μόρφου στα Κατεχόμενα. Τι μαράζι, τι αγκάθι στην συνείδηση κάθε αδερφού μας στην Κύπρο. Κάθε φορά το νιώθω κι εγώ το αγκάθι. Καθήσαμε κάμποση ώρα εκεί. Η θέα κι η ιστορία μαγνήτης. Στην κάθοδο καθήσαμε έξω από το «σπίτι του μελιού». Έτσι το βάφτισα εγώ. Μας έφερε μέλι με την κηρήθρα. Ποίηση. Άλλη φάση. Το μέλι του το συσκευάζει και το εμπορεύεται. Πήρε και βραβείο. Δε βάζω εδώ το λογότυπο και την ιστοσελίδα για ευνόητους λόγους. Το όνομα πάντως συνδυάζει την λατινική λέξη «apis» που σημαίνει μέλισσα με την ελληνική λέξη «άνθος». Δε θα δυσκολευτείτε να το βρείτε. Είναι βιολογικό σαφέστατα και υπέροχο στην υφή και την πυκνότητα. Μετά περπατήσαμε πλάι σε ένα μικρό καταρράκτη εντός του κτήματος και συνεχίσαμε προς την έξοδο. Συχνά πυκνά σε διάφορα σημεία της τεράστιας έκτασης υπήρχαν γωνιές για να ξαποστάσεις με έπιπλα λιτά και αρμονικά με το περιβάλλον. Πόση ομορφιά και γενναιοδωρία. «Αν δεν τα μοιράζεσαι, δεν έχει νόημα», έλεγε ο Χ.
Στην επιστροφή με τον ήλιο να έχει δύσει και τη νύχτα να απλώνεται σιγά σιγά ένιωθα μια ωραία ηρεμία. Είχα κάνει ένα δώρο στον εαυτό μου κι ας είχα φλερτάρει με την ιδέα να αρνηθώ την εκδρομή γιατί είχα πολλή δουλειά. Η δουλειά πάντα θα είναι εκεί, ας περιμένει πού και πού. Η επαφή με την φύση με είχε αποτοξινώσει, με είχε αναζωογονήσει. Ανέπνεα αλλιώς, δίχως κομπασμό και για λίγο τα ξέχασα όλα αλήθεια. Να ‘ναι καλά ο ΓΧ για την προτροπή και την επιμονή του να θέλει να μας μάθει τον τόπο του κι η Ελευθερία που πλάι της συνεχίζω να ζω πολλά, να μαθαίνω τόπους και ανθρώπους και να υφαίνω την δική μου ιστορία.
All rights reserved 2022. Απαγορεύεται η αναδημοσίευση όλου του κειμένου ή τμήματος αυτού καθώς και η αναπαραγωγή των φωτογραφιών χωρίς αναφορά στην πηγή και το συντάκτη/φωτογράφο.