Η Μαδρίτη που δεν είδα/ Ένα απογευματόβραδο στην Μαδρίτη τον Οκτώβρη του ‘21
Ταξιδεύω. Πολύ. Ή τουλάχιστον ταξίδευα πολύ πριν την αναγκαστική παύση που επέφερε ο covid19. Και μες στην καρδιά της πανδημίας αναρρωτιόμουνα πότε θα ξαναταξιδέψω. Πώς θα ξαναταξιδέψω. Πάλεψα με την κορωνοφοβία μου – ακόμα την έχω αλλά την έχω τιθασεύσει – για μήνες αλλά τελικά η επαγγελματική μου ιδιότητα και το must των ταξιδιών με έκανε να βγω δειλά δειλά απ’ το καβούκι μου. Φανατική εμβολιάστρια και με πίστη στην επιστήμη, μασκοφόρος σταθερά, με αποχή ακόμα από εγκάρδιες αγκαλιές και φιλιά στο μάγουλο, ταξίδεψα εντός κατ’ αρχήν αλλά κι εκτός. Και με τούτα και με ‘κεινα βρέθηκα στην Μαδρίτη. Και όχι μόνο στην Μαδρίτη. Βρέθηκα στην Ισπανία. Για δουλειά. Ναι για δουλειά. Για ωραία δουλειά. Όσοι με ξέρουν, ξέρουν. Αλλά δε θα σταθώ στη δουλειά – η οποία παρεπιπτόντως μας χάρισε στιγμές μεγάλης ικανοποίησης, συγκίνησης, ευτυχίας. Θα σταθώ σε ένα απογευματόβραδο που είχα ελεύθερες κάποιες ώρες κι έτσι βόλταρα σε μια πόλη που αγαπώ και που είχα να την επισκεφτώ καμιά δεκαριά χρόνια.
Έχω πάει στην Μαδρίτη ως τουρίστρια, έχω πάει στην Μαδρίτη για δουλειά, έχω ξεμείνει στην Μαδρίτη ως ταξιδεύτρια προς την Λατινική Αμερική. Την έχω γευτεί, την έχω θαυμάσει, την έχω περπατήσει, με έχει μεθύσει, με έχει εξιτάρει. Ήμουν πάντα πιο Βαρκελώνη τύπος. Αλλά η Μαδρίτη έχει αρχοντιά, είναι μητρόπολη, είναι πανέμορφη, έχει…περπατησιές και μεγαλεία να θαυμάσεις, έχει πάρκα να ξαποστάσεις, έχει την Γκερνίκα του Πικάσο στο υπέροχο μουσείο Reina Sofia μαζί με Μιρό και Νταλί, έχει το επιβλητικό Prado με τα καθηλωτικά έργα του El Greco, του Τιτσιάνο, του Βελάθκεθ, του Ντίρερ και τόσων άλλων σπουδαίων – ό,τι καταγράφω το κάνω από μνήμης και μετά από ώρες χαζέματος στους καταλόγους των μουσείων που έχω στην βιβλιοθήκη μου, έχω πάει σε ξενάγηση στο παλάτι, έχω δει φλαμένκο στο Θέατρο Lope Vega στην Plaza de Santa Ana. Έχω φάει μέτρια τάπας και κυριλέ ισπανική κουζίνα σε ένα εστιατόριο του Χαβιέ Μπαρδέμ – άκου τώρα (!) – χωρίς τον Χαβιέ Μπαρδέμ να είναι εκεί φυσικά. Έχω κάνει τουρισμό στην Μαδρίτη και θα το ξανάκανα ευχαρίστως. Αλλά σκέφτηκα. Λίγες ώρες έχω μόνο, να πάω να κλειστώ σε ένα μουσείο; Μήπως να βγω να περπατήσω, να δω την Μαδρίτη στην τελευταία πράξη της πανδημίας, με τον κόσμο να λειτουργεί λίγο πιο κανονικά, με έναν καιρό υπέροχο την ώρα που στην Ελλάδα η κακοκαιρία που την είπαν «Μπάλο» σάρωνε, να πιω μια ωραία μπύρα ή ένα ωραίο ποτήρι κόκκινο από την Rioja, να ανακατευτώ με τους Μαδριλένους, να ξεχαστώ και να ξεχάσω τις έγνοιες, τις φοβίες, το ραντεβού της αυριανής μέρας;
Αυτό έκανα. Κι είχα και παρέα – την καλύτερη. Και στο δρόμο μας βρήκαμε κι άλλη παρέα από την ίδια παρέα και η «φάση» κύλησε.
Μετά το τρίωρο ταξίδι με το τραίνο από την Μάλαγα, φτάσαμε στο ωραίο μας ξενοδοχείο κυριολεκτικά 3 λεπτά με τα πόδια από την Plaza Mayor – τι ωραία ανοιχτόκαρδη, φιλόξενη πλατεία. Παίρνω δωμάτιο, αφήνω αποσκευές, μια τζούρα καφέ και φύγαμε. Λουστήκαμε στον ήλιο στην Mayor, ήπιαμε μια και δυό μπυρίτσες σε ένα έντελώς τουριστικό μπαρ εκεί, λίγο με γκουγκλάρισμα λίγο με ένστικτο αρχίσαμε μια μικρή περιπλάνηση, περάσαμε από το Mercado San Miguel – θα επανέλθω σχετικά, συνεχίσαμε σε δρομάκια, πότε φοράγαμε την μάσκα στον δρόμο πότε όχι, σταματήσαμε κι ακούσαμε έναν πλανόδιο με ακορντεόν να τραγουδάει και να παίζει μουσική αλλά δεν είχαμε κέρματα – είπαμε είναι η εποχή των καρτών! – συνεχίσαμε και βγήκαμε μπροστά στο Teatro Real, περάσαμε από ένα υπέροχο και οριτζινάλ εστιατόριο το οποίο όμως δε θα σέρβιρε φαγητό για λίγες ώρες ακόμη – γαμώτο πεινάμε, οι μπύρες μας άνοιξαν την όρεξη!, βρήκαμε την άκρη σε ένα μέτριο ταπάδικο, παραγγείλαμε κι άλλες μπύρες και patatas bravas – πάντα κάποια στιγμή στην Ισπανία θα παίξουν patatas bravas, πέρασαν δίπλα μας διαδηλωτές τεχνικοί του θεάτρου και των συναυλιών που είχαν οργανώσει μια πορεία διαμαρτυρίας για την καταπάτηση των δικαιωμάτων τους έξω από το εθνικό θέατρο, συναντήσαμε τυχαία κι άλλα μέλη της ομάδας, γίναμε όλοι μια μεγάλη παρέα, γυρίζοντας προς τα πίσω μπήκαμε στο Mercado San Miguel με τις μάσκες μας. Έβαλα τελεία εδώ. Βρήκαμε ένα βαρέλι κι αράξαμε κι οι εφτά. Παραγγείλαμε ωραίες ριόχες, σανγκρία και vino tinto. Άλλος έφερε τυριά, άλλος όστρακα, άλλος χαμόν. Χαμός και τσουγκρίσματα και κάτω οι μάσκες. Κι άλλη μια γύρα. Ήρθαν κι ωραίες ελιές. Κι άλλα από όλα. Και κύλησε ωραία η βραδιά. Salud λοιπόν και για τρεις–τέσσερις ώρες τ’ άφησα όλα πίσω. Κι άξιζε τον κόπο. Νομίζω ότι ήταν το μοναδικό βράδυ στο εβδομαδιαίο ταξίδι που κοιμήθηκα γλυκά και χωρίς διακοπές.
Viva la vida. Madrid viva. Viva la libertad.
All rights reserved 2021. Απαγορεύεται η αναδημοσίευση όλου του κειμένου ή τμήματος αυτού καθώς και η αναπαραγωγή των φωτογραφιών χωρίς αναφορά στην πηγή και το συντάκτη/φωτογράφο.