Top
xania_lida_roumani_zvoura.gr

Από τότε που με θυμάμαι μ’ άρεσε να φεύγω. Από τότε που με θυμάμαι μ’ άρεσε να ταξιδεύω.  Στην αρχή με τους γονείς και τ’ αδέρφια μου. Από νωρίς στην εφηβεία σαββατοκύριακα αποδράσεις στης θείας στην Αθήνα – μεγάλωσα στην επαρχία βλέπεις – και καλοκαίρια με τους παππούδες στο νησί – ναι, πήγαινα αεροπορικώς και συνοδευόμενα ασυνόδευτο. Αλλά και στο χωριό έφευγα. Ακόμα και μέσα στο ίδιο μου το δωμάτιο έφευγα, χανόμουνα με μέσο την μουσική, τα βιβλία, την φωτογραφία, τις ταινίες στο σινεμά, δηλαδή με όλα όσα γέμιζα αδηφάγα το μυαλό μου για να κάνω μετά τα δικά μου ταξίδια με το νου. Αλλά και μες στις παρέες έφευγα κι ας με έβλεπαν όλοι να είμαι εκεί σώματι – όχι, μην παρεξηγηθώ δεν ήμουν συνέχεια αλλού, απλά δραπέτευα συχνά, δεν έβγαινε αλλιώς. Παρ’ όλη την ομορφιά των νοερών αποδράσεων όμως,  το να ταξιδεύεις κυριολεκτικά είναι ευλογία και προνόμιο. Απλώνεις, νικάς την μυωπία σου, ξεπερνάς τις αγκυλώσεις σου, διεγείρεις τους καλομαθημένους σου γευστικούς κάλυκες, απολαμβάνεις το ηλιοβασίλεμα ή την ανατολή – όπως τη βρίσκει κανείς!, έρχεσαι κοντά στη φύση ή μαθαίνεις τα σοκάκια σε μια νέα πόλη, νιώθεις απελευθερωμένος από την πίεση του χρόνου, νιώθεις την αγκαλιά του συνταξιδιώτη σου αλλιώς, γελάς μαζί του διαφορετικά κι οι σιωπές γράφουν αλλιώς, τα χρώματα γύρω σου έχουν άλλες εντάσεις, οι γνώριμοι τόποι σε καλούν να τους δεις αλλιώς κι οι νέοι προορισμοί είναι πιο μοιραία προκλητικοί.

Μπορώ να συνεχίσω να γράφω για ώρες για το τι είναι τα ταξίδια, λέγοντας πολλά και λίγα ταυτόχρονα με την ελπίδα να συνεχίζει κάποιος να διαβάζει τις σκέψεις που αραδιάζω σε μια λευκή ψηφιακή σελίδα. Εδώ θα είμαι και θα γράφω για ταξίδια. Όχι με κανονικότητα, σ’ άχρονο ρυθμό. Όχι σαν ταξιδιωτική συντάκτης, αλλά σαν περιπλανώμενη και διψασμένη για ανακάλυψη, είτε πρόκειται εντός των συνόρων είτε για υπερατλαντικό, είτε πρόκειται για soundtrack, είτε για βιβλία τόμους με χίλιες και βάλε σελίδες όπως το 4321 του Όστερ, είτε πρόκειται για θάλασσα είτε για οροσειρά, με μια μόνο προτίμηση: να μην είναι χειμώνας ή προχωρημένο φθινόπωρο. Την άνοιξη ανθίζουμε μαζί με τα ταξίδια, την άνοιξη αρχίζει η μέρα να μεγαλώνει, το καλοκαίρι τα ταξίδια μας είναι αμάνικα και νιώθουμε το έδαφος ξυπόλυτοι, το πρωτο-φθινόπωρο έχουμε τις πρώτες ωραίες δροσιές κι έχει ακόμα αρκετό φως. Αυτό το φως που το θες μαζί με το άλλο. Των ταξιδιών και της ανάσας το φως. Κι επειδή η γεωγραφία μου αρχίζει και τελειώνει εκεί που έχω ταξιδέψει θα κάνω αρχή με έναν τόπο που είναι συνώνυμος με τα πρώτα και σταθερά αγαπημένα μου ταξίδια. Έναν προορισμό που με όρισε και συνεχίζει να με ορίζει. Είναι η Κρήτη. Είναι η Κρήτη μου. Ο τόπος μου και κάποτε το καταφύγιό μου.
Εγώ κι η Κρήτη. Η Κρήτη κι εγώ. Η Κρήτη εγώ.
Το πρώτο μέρος γράφτηκε πριν αρκετά χρόνια. Το δεύτερο, ο επίλογος γράφτηκε για την Ζvoura κι είναι η Κρήτη μου κι εγώ σήμερα.

                                                                                         Απρίλης 2020

Τα Χανιά της Λήδας Ρουμάνη. Εδώ είναι το λιμάνι των Χανίων.

I

Σήμερα θέλω να γράψω για την Κρήτη. Την Κρήτη μου. Δεν ξέρω γιατί. Μάλλον γιατί η Κρήτη είναι λίγο από μένα – ή πολύ από μένα τελικά. Η Κρήτη είναι τα καλοκαίρια μου. Η ξενοιασιά μου. Η αίσθηση ότι μεγάλωσα, ότι μπορώ να κάνω πράγματα μόνη μου εγώ. Εγώ…

Τα πρώτα μου ταξίδια με το αεροπλάνο. Τα βαρετά ταξίδια με το πλοίο. Ήθελα πάντα να φτάσω γρήγορα και το πλοίο είχε το δικό του ρυθμό. Πάντα εκείνος με περίμενε. Πάντα ανυπομονούσα να τον δω. Να τους δω όλους δηλαδή. Το πλούσιο χαμόγελο του παππού. Η εύθραυστη και πνευματώδης γιαγιά. Η λιγόλογη καλή μας θεία. Τα καλοκαίρια στο λιμάνι. Στην αρχή στις ταβέρνες με τους “μεγάλους”. Μετά στα «μπαράκια» της παλιάς πολής μόνες μας. Τα πρώτα ξενύχτια. Τα πρώτα ποτά. Οι ατέλειωτες ώρες στην παραλία. Το τάβλι που δεν έμαθα. Η Πύλη της Άμμου. Τα ταξίδια με το ΚΤΕΛ για τις πιο μακρινές παραλίες. Οι ντολμάδες κι ο ντάκος με τη μυζήθρα. Σιχαινόμουνα πάντα τη φέτα. Λάτρευα την μυζήθρα.
Ήμουν Χανιώτισσα εγώ. Εγώ…

Η τσικουδιά. Άπειρα σφηνάκια τσικουδιά. Το μέλι κι οι γραβιέρες. Τα καλτσούνια να βγαίνουν απ’ το φούρνο κι απ’ τη λαχτάρα και τις μυρωδιές τόση ώρα τα τρως με τη μία και να σου καίνε τον ουρανίσκο. Τα γέλια στο μπαλκόνι κι οι ιστορίες από τα παλιά που δεν τις χόρταινες. Παρέες στο Καρνάγιο. Τότε που ‘τανε μικρό και νεοφώτιστο. Τώρα σήκωσε ψηλά τον αμανέ. Ψάρι στην Αγία Κυριακή. Τραπεζώματα ατελείωτα. Μαντινάδες. Τρύγος. Παρέες. Μεθύσια. Γιορτή κρασιού. Πεντοζάλης και χανιώτικος συρτός -πάντα σκράπας ήμουνα! Γκαζόζα σα τσιχλόφουσκα. Γαλακτομπούρεκο απ’ το θείο Κυριάκο. Παρέα με τον παππού πάντα. Αβρονιές και στίφνος – θεόπικρο χόρτο παππού! Στάκα – βαρυστομάχιασα και συνεχίζω! Τέσσερις εποχές και Street. Μαγκιά στο Portocali. Μαγκιά στον Μύλο μετά. Στην Κρήτη με την μαμά και τον μπαμπά. Μετά μόνη μ’ εκείνον να με προσέχει, να μου μαθαίνει πολλά. Πιο μετά με τον Θ. Αισχάτως και με την κόρη μας. Τώρα όμως εκείνος δεν είναι εκεί.
Κι άλλαξε κι η Κρήτη. Άλλαξα κι εγώ. Εγώ…

Αρώματα του Ψηλορείτη. Θυμάρι. Ζωντανά να σου κόβουνε το δρόμο. Φαράγγι της Σαμαριάς. Ξημέρωμα κι η δροσεράδα του. Κατάβαση. Αγγίζεις τις δυο άκρες του φαραγγιού. Αισθάνεσαι Τιτάνας. Είσαι μικρός όμως στ’ αλήθεια. Αγαλλίαση στην Αγιά Ρουμέλη. Βουτιά στο στόχο. Ξημέρωμα στην παραλία. Μιλάς με τ’ αστέρια. Δεν τα μετράς. Δεν έχει νόημα. Ηλιοβασίλεμα στους Βενιζέλους. Κερί αναμμένο στο ξωκλήσι. Φρουτοχυμοί στην Όστρια. Μετά το κόψαμε και πηγαίναμε στην Κουκουβάγια. Πιο καινούριο. Ο νέος είναι ωραίος – κι ο παλιός αλλιώς. Κνωσός. Μεγαλείο. Περηφάνια. Παραμύθι. Αριάδνη και Μινώταυρος. Η Πεντάμορφη και το τέρας. Πού ξέρεις; Κι ο Ερωτόκριτος να τραγουδά στην Αρετούσα. Κάθε στίχος ηλεκτροσόκ. Ξυλούρης. Ερωτόκριτος με τη φωνή του. Έχω φύγει. Έφυγα. Εγώ…. Βόλτες στα πλακόστρωτα της παλιάς πόλης στα Χανιά. Βήμα βήμα τα σοκάκια τα ‘μαθες πια απ’ έξω κι ανακατωτά. Βουτιές στα Φαλάσαρνα. Ανεμοθύελλες στην Παλιόχωρα. Σινεμά στον Κήπο. Γιασεμί παντού. Είχα ποτίσει. Βαρκάδα στον Πλακιά. Έχει πανσέληνο. Σούγια και Λουτρό. Κιθάρες ως τα ξημερώματα. Συναυλίες στην Τάφρο. Συναυλία στον Φιρκά. Θαρρώ του Μητροπάνου ήτανε. Λύγισε εκείνος. Στην αγκαλιά μου λύγισε κι έκλαψε. Ίδιος ο Ψηλορείτης. Μα έκλαψε. Εκεί στο λιμάνι. Σε σένα έκλαψε για τον αποχαιρετισμό, για το χωρισμό. Λίγα χρόνια μετά έκλαψα κι εγώ στο ίδιο σημείο για εκείνον.
Εγώ…

Κολυμπάρι. Μοναστήρι. Καμάρι. Η θεία Χρυσάνθη γριά στο ασπρισμένο πεζοδρόμιο. Δεκαπενταύγουστος. Γιορτή. Η μάνα μου περπάταγε σ’ αυτούς τους δρόμους κάποτε. Σ’ αυτά τα άγρια νερά κολύμπαγε. Μου ‘δείξανε και το σπίτι της. Προσπάθησα να τη φανταστώ. Τόπος μου και αυτός και θέλω να τον χορτάσω. Ποτέ δεν έχω αρκετό χρόνο εγώ. Εγώ…. Θέρισσος. Επανάσταση. Ανάσταση. Βενιζέλος. Πολλές στροφές. Πορτοκαλιά χρώματα στην ατμόσφαιρα, προχωρημένο απόγευμα. Πράσινο. “Πωλείται μέλι” στο δρόμο – σήμερα πωλείται γη μόνο, real estate που λέμε. Φτάνεις στο χωριό. Κοτέτσια και μαντριά. Ταβέρνες. Εκκλησία μεγάλη και πιο πέρα μια πιο μικρή. Βάφτιση. Της κόρης μου. Εκεί. Κι εγώ καμάρωνα και μεγάλωνα κι άλλο εγώ. Εγώ….. Θα μπορούσα να γράφω ώρες για την Κρήτη και πάντα να ‘χω κάτι καινούριο να πω. Πόσα είπα και πόσα δεν είπα. Πόσα ξέχασα και πόσα θυμάμαι. Και πόσα θα ‘χω ακόμα να λέω.
Για την Κρήτη. Εγώ. Η Κρήτη. Εγώ…

                                                                                                       Σεπτέμβρης 2013

II

Οκτώβρης. Σε έπεισα να πάμε. Σου ‘πα θα ‘βρισκα τον τρόπο. Δε θα ‘μπαινες σε ταλαιπωρία. Βρήκα δικαιολογία τα της περιουσίας, της γης που είχα και δεν ήξερα. Κι ήρθες. Για να μου δείξεις. Για να μου μάθεις. Για να με μάθεις.  Ήθελες και δεν ήθελες. Δεν ήθελες. Ήθελες. Το φοβόσουν. Σου την έλεγα. Δεν ήξερα πώς είναι, σχώρα με. Τώρα το ξέρω κι εγώ. Εσύ ήσουν η ρίζα μου, η Κρήτη μου. Τέσσερα μερόνυχτα εκεί μαζί – πόσα χρόνια πάνε; Οι δυο μας δεν είχαμε πάει ξανά ποτέ. Ανυπομονούσα. Ήρθε η μέρα. Φτάσαμε. Δεν μας περίμενε στην πραγματικότητα κανείς, αλλά ξέραμε τον δρόμο. Φτάσαμε στην Κρήτη, στα Χανιά.
Η Κρήτη μας. Η Κρήτη. Εγώ κι εσύ. Η Κρήτη. Εσύ…

Κάθε μέρα και μία από τις παλιές σου φιλενάδες. Στήσαμε πρόγραμμα. Όχι όλες μαζί, δεν υπήρχε παρέα πια. Και το σπίτι του αδερφού σου σπίτι σου δεν το ‘νιωσες ποτέ χωρίς εκείνον. Δίκιο, άδικο, δεν έχει σημασία. Έτσι ήταν.  Καφές στο καφενείο του μπάρμπα σου του Αντρέα στο άχρωμο χωριό, λουλούδια στους γονείς σου κι εκείνον, κερί και δάκρυα. Βουβά δάκρυα. Τα σκέπαζες γρήγορα. Περήφανη. Και με το μπαστούνι αγέρωχη κι ας πόναγες φριχτά. Κι άλλος καφές κι αναμνήσεις. Μετά βόλτα στο Κολυμπάρι, στο Μοναστήρι. Σε πήρα να δεις τη θάλασσα, περπατήσαμε στον άδειο μώλο κι αγγίξαμε τα δίχτυα. Αλμύρα. Ανάσα. Θύμησες. Φεύγοντας αποχαιρέτησες τον τόπο. Τον τόπο σου που τόπος σου δεν ήταν πια. Βγάλαμε και φωτογραφίες.
Γελαστές. Μαζί.
Η Κρήτη. Εσύ…

Εσύ με τις φίλες σου. Καφές και κουβέντα – «των φίλων τα σπίτια». Ώρες ατελείωτες που τις ρουφάς. Εγώ στην περιπλάνηση. Χωρίς τουρίστες και βουή. Μαγεία. Περιπλάνηση – αποπλάνηση. Φωτογραφία. Κι άλλη. Κι άλλη. Με μανία. Τα ‘χεις φωτογραφίσει τόσες φορές. Με φίλμ έγχρωμα κι ασπρόμαυρα. Με Polaroid και σε slides. Ψηφιακά. Γιατί ξανά; Γιατί έτσι. Θες να ‘χεις και καινούριες του 2017 τωρινές στο iphone.
«Τίποτα δεν έχει αλλάξει και τίποτα δεν είναι όπως παλιά».
Η Κρήτη. Εγώ.

Σε παραλία της Κρήτης- Λήδα Ρουμάνη

Νέα Χώρα για αχινιούς. Στο Χρυσόστομο για οφτό και στάκα. Λουκουμαδάκι στον Κρόνο και μια στάση έξω απ’ την Αγορά. Πού ν’ αντέξεις να μπεις μέσα να την περπατήσεις. Κι όμως και μόνο που την έβλεπες ήταν αρκετό. Βόλτα στην παλιά γειτονιά για προμήθειες σε μέλι, γραβιέρα, καβρουμαδάκια, μαλωτήρα. «Πολλά πήρες, πού να τα κουβαλάμε;», σε μάλωνα. Σου ‘κανα το χατήρι. Σε μάλωνα για να σου κάνω το χατήρι. Γιατί έτσι γινότανε. Ήθελες κι εσύ από την Κρήτη σου. Κι εγώ σ’ αυτό το ταξίδι ήθελα να δούμε μαζί την Κρήτη σου. Τι να πρωτοπρολάβεις σε τέσσερις μέρες. Κι όμως. Σ΄έβγαλα φωτογραφία που αποχαιρέταγες την Κρήτη από το παράθυρο του αεροπλάνου. Εικόνισμα. Ήταν το τελευταίο σου ταξίδι. Το ‘ξερες. Κι εγώ έκανα πώς δεν το βλέπω.
Η Κρήτη σου. Η Κρήτη μου. Κρήτη μας….

Τα Χανιά της Λήδας Ρουμάνη. Εδώ είναι το λιμάνι των Χανίων.

Εγώ ξαναπήγα από τότε στην Κρήτη, μόνο που ήταν πάντα για δουλειά. Έπαψε να ΄ναι τόπος διακοπών και αποσυμπίεσης. Κάθε φορά που είμαι εκεί νιώθω μια γλύκα, αλλά και μια πίκρα ταυτόχρονα. Οι τόποι μας οι αγαπημένοι είναι συνδεδεμένοι με τις μνήμες, με τους ανθρώπους μας. Και μένα ο τόπος μου άδειασε. Θα ‘ναι εκεί και θα ‘ναι πάντα αγαπημένος τόπος. Θα είναι πάντα ένα μεγάλο κομμάτι της ζωής μου. Ένα μεγάλο κομμάτι μου. Θα έχω πάντα τις αγαπημένες μου γωνιές, τις αγαπημένες μου παραλίες και τόσα μέρη να δω ακόμα στην ανατολική πλευρά του νησιού που μου είναι άγνωστη σε μεγάλο βαθμό.. Αλλά δε θα είναι ποτέ ξανά το απάγκιο και το καταφύγιό μου, ο τόπος που θα θέλω να επιστρέφω. Όταν θα γράψω το τρίτο κομμάτι του κειμένου θέλω να γεμίσει η σελίδα με νέες εικόνες, νέες μνήμες, νέους αγαπημένους ανθρώπους εκεί ή και παλιούς, ανθεκτικούς φίλους. Ως τότε, παραμένω σε ετοιμότητα για αναχωρήσεις – μετά τις μεγάλες απαγορεύσεις της άνοιξης του 2020 – ανακαλύψεις, συγκινήσεις, προκλήσεις. Για «μεγάλα ταξίδια» δηλαδή – αλλά αυτό είναι μια άλλη κουβέντα…

                                                                                                         Απρίλης 2020

All rights reserved 2020. Απαγορεύεται η αναδημοσίευση όλου του κειμένου ή τμήματος αυτού καθώς και η αναπαραγωγή των φωτογραφιών χωρίς αναφορά στην πηγή και το συντάκτη/φωτογράφο.

Αν λέγανε στη Λήδα Ρουμάνη να πει δυο λόγια για τον εαυτό της θα έπαιρνε το στιχάκι του Λένον και θα έλεγε «you may say I’m a dreamer but I’m not the only one». Η Λήδα αγαπάει την μουσική, τα ταξίδια, την γαστρονομία, το κρασί, τα βιβλία. Έχει μια κόρη την Μαριλένα που λατρεύει. Εδώ και 21 χρόνια είναι η βασική συνεργάτιδα της Ελευθερίας Αρβανιτάκη. Είναι και στιχουργός με τα τραγούδια της να έχουν ερμηνευτεί από την Ελευθερία Αρβανιτάκη, τη Γιώτα Νέγκα, την Μελίνα Κανά, τον Γιάννη Κότσιρα μεταξύ άλλων.

Comments:

post a comment

Skip to content