Ανάβαση στον Όλυμπο- Αναρρίχηση στον Μύτικα
Μέρα Πρώτη: Ανεβαίνοντας το ψηλότερο βουνό της χώρας
Όλυμπος ώρα 0. Το βουνό που κατά τη μυθολογία επέλεξαν οι δώδεκα θέοι ως κατοικία τους. Το όνομα Όλυμπος ετυμολογικά σημαίνει αυτός που λάμπει ολόκληρος. Μόλις έχουμε κατέβει από το μίνι βαν που υποδειγματικά, μας έχει μεταφέρει σ’ ένα χωριό πάνω στους πρόποδες του Ολύμπου. Απ’ όσο με πληροφορεί η Φανή που ήταν η αρχηγός μας – εκπαιδεύτρια Ορειβασίας – Αναρρίχησης – η αφετηρία μας είναι η Γκορτσιά, ένα σημείο πάνω από το Λιτόχωρο. Ένα στενό δεντροσκέπαστο μονοπάτι που μας περίμενε να το ανεβούμε και να αναμετρηθούμε κυριολεκτικά με τα όρια μας, σε μία διαδρομή περίπου πέντε ωρών. Το σύνολο της ομάδας, αποτελούσαν άνθρωποι που είχαν έρθει μόνοι στην εκδρομή. Η αναφορά μου σ’ αυτό, γίνεται καθώς συνηθίζουμε να θέλουμε παρέα για να κάνουμε κάτι που μας έχει εξάψει την περιέργεια ή και την φαντασία. Μεγάλος μύθος. Όταν θέλεις κάτι πραγματικά μπορείς να το κάνεις και μόν-ος -η. Δεν χρειάζεσαι παρέα. Την παρέα θα την βρεις στο δρόμο. Το πόσο καταπληκτικά μπορεί να ταιριάζεις με τους ανθρώπους που έχουν διαλέξει να κάνουν το ίδιο πράγμα με εσένα, χωρίς καν να χρειάζεται να τους γνωρίζεις, είναι πραγματικά εντυπωσιακό!
Ανάβαση από τα 1.000μ. στα 2.000μ.
Αφού περπατήσαμε δεν θυμάμαι πόσο – όχι και πολύ- έπαθα το πρώτο σοκ για το τι πρόκειται να ακολουθήσει, σταματήσαμε για νερό στη Μπάρμπα. Ένα ωραίο πλάτωμα, πυκνοκαλυμμένο με φτέρες και άγριες βρώσιμες φράουλες. Οι πιο αρωματικές και εύγεστες φράουλες που έχω φάει στη ζωή μου. Το πρώτο εκείνο περπάτημα, θα μου μείνει αξέχαστο. Περπατούσαμε αργά και σταθερά με εντολή της οδηγού. Μας έμαθε να περπατάμε με την τεχνική rest step. Πιθανότατα αν δεν ακολουθούσαμε αυτό το ρυθμό να μην είχαμε φτάσει, ούτε στο πρώτο καταφύγιο. Όσο αργά και αν περπατούσαμε, ο ιδρώτας έσταζε από τα μπατζάκια μας κυριολεκτικά. Θυμάμαι τις σταγόνες να γεννιούνται στο μέτωπό μου, να κυλάνε στα βλέφαρά μου, να θολώνουν το οπτικό μου πεδίο, να μην έχω κουράγιο να τις απομακρύνω με το χέρι και να σταλάζουν στο σαγόνι μου λες και ήμουν κοίτη ποταμού. Δεν έχω ιδρώσει τόσο πολύ άλλοτε στη ζωή μου, περπατώντας τόσο αργά. Οι σκέψεις μου είχαν εξαφανιστεί, δεν σκεφτόμουν τίποτα κατά τη διάρκεια της πρώτης εκείνης ανάβασης. Το μόνο που σκεφτόμουν ήταν ότι δεν είχα προβλέψει να φορέσω παντελόνι με τσέπες και το είχα μετανιώσει οικτρά. Την πορεία του περπατήματος της ομάδας δεν την σταματάς χωρίς σοβαρό λόγο. Οπότε ό,τι χρειάζεσαι το έχεις στις τσέπες σου ή σε κάποιο προσβάσιμο τσεπάκι του σακιδίου σου κοντά στα χέρια σου.
Το άλλο που γύριζε στο μυαλό μου συνεχώς ήταν οι δυο μεγάλες κήλες στο αυχένα μου. Σκεφτόμουν τα 7,5 κιλά που κουβαλούσα στο σακίδιό μου και ότι έπρεπε παρέα μ’ αυτά να ανέβω και να κατέβω το βουνό. Βεβαίως είχα πάρει πρώτα το πράσινο φως από την γιατρό μου, Κατερίνα Μουστάκα, η οποία είναι εκείνη που μ’ έσωσε κυριολεκτικά πριν τρία χρόνια από το «μακελειό» μιας επέμβασης που πραγματικά δεν ξέρω σήμερα που μιλάμε, τι θα είχε αφήσει «όρθιο». Η αλήθεια είναι ότι αναμετρήθηκα πολύ με το φόβο που καταδυνάστευσε το σώμα μου και το μυαλό μου τα τελευταία χρόνια, μπροστά σε μία ενδεχόμενη αναπηρία, που με κυνήγησε άγρια στα πιο σκοτεινά μονοπάτια του μυαλού μου. Ο πόνος και ο φόβος πιστεύω ότι είναι το σημαντικότερο μάθημα που καλούμαστε να πάρουμε σ’ αυτή τη ζωή. Είναι σαν να γράφεις διαγώνισμα σε εκτός ύλης θέματα, τα οποία όμως τα έχεις διδαχθεί. Οπότε το μόνο που καλείσαι να κάνεις είναι να θυμηθείς. Να θυμηθείς τι ξέρεις, τι έχεις βιώσει και να έχεις πίστη στον εαυτό σου και στις δυνάμεις σου. Να μην εγκαταλείπεις ούτε λεπτό. Και απλώς να συνεχίσεις να πιστεύεις στο θαύμα της ζωής. Έδεσα πάνω μου, σωστά το σακίδιό μου, ένα δέσιμο στους ώμους και ένα δέσιμο στη μέση και συνέχισα. Από ένα υψόμετρο και πάνω ξέχασα τις κήλες και άρχισα να σκέφτομαι τη μαγεία του βουνού, όπου βρισκόμουν.
Μετά το πρώτο σοκ, η εκδρομή άρχισε να παίρνει τη μορφή που είχε τις επόμενες δυο ημέρες. Επόμενη στάση μας, Κόκα ρόκα, ένα μικρό πλάτωμα σε μια «μικρή κορυφή» θα την έλεγα εγώ. Είχαμε αρχίσει να ανεβαίνουμε για τα καλά. Στην στάση δεν προλαβαίνεις να κάνεις πολλά. Κατεβάζεις το σακίδιο για λίγο, φοράς μπουφάν για να μη σε πάρει το αεράκι, πίνεις μπόλικο νερό και τρως κάτι ελαφρύ (ξηρούς καρπούς ή λίγη σοκολάτα) για να σου δώσει ώθηση να δαμάσεις την ανηφοριά.
Καταφύγιο Πετρόστρουγγα
Η επόμενη στάση ήταν στα 2.000 μέτρα στο καταφύγιο της Πετρόστρουγγας, όπου διανυκτερεύσαμε. Ο Όλυμπος είναι το βουνό των τεσσάρων εποχών. Στην καρδιά του καλοκαιριού το τοπίο στα 2.000 μέτρα βρισκόταν στην εποχή της άνοιξης. Παντού πράσινο και ανθισμένα λουλούδια. Η θερμοκρασία το βράδυ έφτασε στους 10 °C. Κοιμηθήκαμε υπέροχα – όταν στην Αθήνα το θερμόμετρο, άγγιζε τους 37°C – αφού φάγαμε ένα νόστιμο δείπνο. Η θέα ήταν συγκλονιστική, έβλεπες όλη την ακτογραμμή της Κατερίνης μέχρι και την Θεσσαλονίκη. Πόσο ψηλά είχαμε φτάσει;
Λόγω του μεγάλου υψομέτρου τα πράγματα που είναι απαραίτητα για να λειτουργήσουν τα καταφύγια, φθάνουν με μουλάρια καθώς δεν υπάρχει άλλος τρόπος. Οπότε υπάρχουν τα απολύτως απαραίτητα: νερό και τρόφιμα κυρίως. Τα καταφύγια ηλεκτροδοτούνται από ηλιακά πάνελ και γεννήτρια βοηθητικά, όποτε χρειάζεται. Το νερό είναι πολύτιμο γι’ αυτό και δεν υπάρχουν ντους για τους επισκέπτες, ωστόσο λίγο νερό μπορείς να ρίξεις στο πρόσωπό σου, αλλά λίγο. Εντάξει δυο ημέρες είναι, δεν θα πάθεις και τίποτα! Τα πράγματα εδώ τα εκτιμάς διαφορετικά. Όταν έχεις τα απολύτως απαραίτητα, δίνεις την προσοχή σου στα πράγματα που έχουν πραγματική σημασία αφήνοντας εκτός τις τεχνητές ανάγκες που μας έχουν επιβάλλει οι συμβάσεις του σύγχρονου κόσμου. Εδώ μπορείς να αγοράσεις μόνο νερό και φαγητό. Τίποτα άλλο. Αν χρειαστείς κάτι επιπλέον μπορείς να το αναζητήσεις ευγενικά από κάποιον συνοδοιπόρο σου. Οπότε δεν χρειάζεται να το αγοράσεις, απλώς να το μοιραστείς με κάποιον που με την πραγματική του θέληση, θα σου το παραχωρήσει. Και σ’ αυτό το σημείο, τίθεται η αφετηρία της δημιουργίας των ανθρώπινων σχέσεων.
Η παραχώρηση ή ακόμα καλύτερα η πραγματική έννοια του δώρου είναι η «θυσία» που κάνεις χωρίς να υποχρεώνεσαι από κάποια συνθήκη και χωρίς να περιμένεις κάτι ανταποδοτικό. Κατά τον Marcel Mauss: το δώρο εξ’ ορισμού είναι εθελούσιο και, ως εκ τούτου, ελεύθερο από καταναγκασμούς. Ο Marcel Mauss πολύ εύστοχα εικονογραφεί κάτι που αφορά ολόκληρη την ανθρώπινη ύπαρξη: Στις πρωτόγονες και αρχαϊκές κοινωνίες υπήρχε ή αμέριστη εμπιστοσύνη ή αμέριστη δυσπιστία. Το άτομο καταθέτει τα όπλα του, παραιτείται από τη μαγεία και προσφέρει τα πάντα, από περιστασιακή φιλοξενία μέχρι και τα αγαθά του. Κάτω από αυτές τις συνθήκες οι άνθρωποι έμαθαν να αποκηρύσσουν ό,τι τους ανήκε και να στρέφονται στην προσφορά και στην ανταπόδοση. Κάπως έτσι και εμείς είχαμε μεταφερθεί κάνοντας ανάβαση απλώς 1.000 μέτρων, στη συνθήκη μιας κοινωνίας που μετράει χιλιάδες χρόνια πριν και πραγματικά ήμουν πολύ ενθουσιασμένη μ’ αυτό.
Μέρα Δεύτερη: Ανάβαση από τα 2.000μ. στα 2.918μ.
Την επόμενη ημέρα σηκωθήκαμε πολύ πρωί, φάγαμε το πρωινό του ορειβάτη – κοινώς ομελέτα- και ξεκινήσαμε για το αλπικό πεδίο. Η πορεία μας ήταν μέσα σε ένα δάσος με ρόμπολα. Το ρόμπολο είναι ένα είδος λευκόδερμης πεύκης που συναντάμε σε μεγάλο υψόμετρο και φτάνει ως και τα 40 μέτρα ύψος. Το χαρακτηριστικό του είναι ότι ο κορμός των νεαρών δέντρων έχει σταχτίλευκο φολιδωτό φλοιό, ενώ τα πιο γηραιά δέντρα έχουν θωρακόμορφο φλοιό και συνήθως κομμένες κορυφές. Είναι αιωνόβιο δέντρο – Στην Βουλγαρία έχει ανακαλυφθεί ρόμπολο 1300 ετών- και είναι πολύ ανθεκτικό στο ψύχος. Μάλιστα το ρετσίνι που εκκρίνεται από το φλοιό του, θεωρείται ότι έχει ιαματικές ιδιότητες.
Κορυφή Σκούρτα – Οροπέδιο των Μουσών
Αφού περπατήσαμε περίπου 2 ώρες φτάσαμε στην κορυφή Σκούρτα στα 2.470 μ. υψόμετρο και πλέον είχαμε μπει στο αλπικό πεδίο. Πολλοί ορειβάτες όπως πληροφορηθήκαμε σταματάνε εκεί και μετά κατεβαίνουν δεν ανεβαίνουν απαραίτητα στην κορυφή του Μύτικα. Είναι ένας στόχος και αυτός. Μετά πήραμε το δρόμο για το «Λαιμό». Στο δρόμο σκεφτόμουν ότι γιατί κάποιος να θέλει να ανέβει στα 2.500 μ. υψόμετρο και να μην ανέβει στην κορυφή, δεν είναι κρίμα; Και αμέσως «μάλωσα» τον εαυτό μου για την στερεοτυπική σκέψη που έκανα. Έχουμε μάθει να κρίνουμε την επιτυχία με ένα στερεοτυπικό και αφοριστικό τρόπο και αυτό είναι τόσο λάθος και άδικο. Η πραγματική επιτυχία πιστεύω ότι θα έπρεπε να κρίνεται με βάση το μέτρο που έχει ο καθένας για τον εαυτό του. Και παν μέτρον, άριστον. Η επιτυχία είναι να ξεπερνάς τα μέτρα σου, με βάση τα προσωπικά σου όρια και να έχεις την θέληση να πηγαίνεις κάθε φορά ένα βήμα πιο πέρα χωρίς να σταματάς και να επαναπαύεσαι. Η υψηλότερη κορυφή αποτελεί ένα σημείο αναφοράς, ένα αριθμητικό στοιχείο για να μπορούμε να βάζουμε τους στόχους μας, να προχωράμε μπροστά. Ένα κίνητρο για να μην σταματάμε να εξερευνούμε τα όριά μας και όχι για να καταδικάζουμε τον εαυτό μας σε «καταναγκαστικά» έργα. Τότε χάνει το νόημα της όλη η προσπάθεια και εκμηδενίζεται.
Στη συνέχεια προχωρήσαμε στο «Λαιμό» που είναι μια στενή λωρίδα που ενώνει το υπόλοιπο βουνό του Ολύμπου με το Οροπέδιο των Μουσών. Το κλίμα άρχιζε να αλλάζει, πνέουν ισχυροί άνεμοι και το αντιανεμικό είναι απαραίτητο. Εδώ κάτι συμβαίνει διαφορετικό. Ήμασταν πλέον πολύ μακριά από κάθε τι οργανωμένο. Εκτός από τα καταφύγια δεν υπάρχει τίποτα άλλο. Εμείς και το βουνό. Ασυνείδητα είχα αρχίσει να «ξεφορτώνω» τις σκέψεις της πόλης, δεν υπήρχε τίποτα άλλο πέρα από τον εαυτό μου, την ομάδα μου και το βουνό του Ολύμπου. Το περίεργο είναι ότι είχε σήμα το κινητό μου ενώ είχαμε πληροφορηθεί ότι το σήμα χάνεται τελείως. Ωστόσο επρόκειτο για κάτι τυχαίο αφού χανόταν και επέστρεφε για λίγο, ήμουν η μόνη που είχα σήμα περιστασιακά. Η επικοινωνία «κυλάει» στο αίμα σου, μου έλεγαν οι συνοδοιπόροι.
Η ώρα της κορυφής
Μετά από αρκετή ώρα φτάσαμε στο καταφύγιο Αποστολίδη που θα διανυκτερεύαμε δίπλα ακριβώς στο Στεφάνι (θρόνος του Δία). Κάναμε μία στάση για ελαφρύ φαγητό για να πάρουμε δυνάμεις, φορέσαμε τον απαραίτητο εξοπλισμό και ξεκινήσαμε για το Λούκι του Μύτικα απ’ όπου με αναρρίχηση θα ανεβαίναμε στην κορυφή.
Ξεκινήσαμε ο ένας πίσω από τον άλλον να περπατάμε με προσοχή. Εδώ ίσως ήταν το δυσκολότερο κομμάτι της διαδρομής. Το μονοπάτι είναι πολύ στενό, γεμάτο «σάρες», επίπεδες στρογγυλές πέτρες που γλιστράνε πάρα πολύ. Περπατούσαμε κυριολεκτικά στην άκρη του γκρεμού. Κοίταζα κάτω το γκρεμό, μετά την κορυφή και ζαλιζόμουν, έχανα τον προσανατολισμό μου, ωστόσο ούτε μια στιγμή δεν πέρασε από το μυαλό μου να εγκαταλείψω. Αδειάζεις, μένεις κενός, μένεις εκτός, γίνεσαι καινός. Εκεί δεν υπάρχει τίποτα που να μπορείς να σκεφτείς ακόμα και να θέλεις. Απλώς δεν μπορείς. Αδειάζεις, τα παίρνει όλα ο άνεμος, σκορπάνε όλα στον αέρα.
Μία από τις πιο συγκλονιστικές εμπειρίες της ζωή μου. Ανάβαση στα 2.918 μέτρα στην κορυφή του ψηλότερου βουνού της χώρας, στον Όλυμπο. Προσεγγίσαμε την κορυφή με μια αναρριχητική μέθοδο που λέγεται scrambling. Φορώντας μποντριέ και καραμπινέρ (ή αλλιώς ο κρίκος της ζωής) δεμένοι όλοι μεταξύ μας με το ίδιο σχοινί, με δύο κόμπους, έναν σε σχήμα πεταλούδας και έναν οκταρόκομπο. Ο ένας είχε την ευθύνη να “ασφαλίζει” (όπως το λένε στην αναρρίχηση) τον άλλον, έχοντας στο νου του μην γλιστρήσει ή μην παραπατήσει στον γκρεμό για να τον κρατήσει. Όλους μαζί μας ασφάλιζε η οδηγός μας, από τις “πλακέτες” που είναι βιδωμένες μόνιμα στους βράχους για να βοηθάνε τους αναρριχητές.
Η αλήθεια είναι ότι ο Μύτικας μπορεί να γίνει επικίνδυνος και αυτό το επιβεβαίωναν οι αναθηματικές πλάκες που συναντούσαμε αφιερωμένες σε θανόντες που άφησαν εκεί την τελευταία τους πνοή. Μετά την κορυφή και την κατάβαση είχε συμβεί κάτι μαγικό. Άνθρωποι διαφορετικοί και άγνωστοι μεταξύ τους είχαν αποκτήσει μια τελείως διαφορετική και περίεργα ωραία σχέση ξαφνικά μέσα σε λίγες ώρες.
Συζητώντας με την οδηγό και εκπαιδεύτρια αναρρίχησης για αρκετή ώρα, μου είπε ότι το σχοινί της αναρρίχησης που δεθήκαμε μεταξύ μας λέγεται μεταφορικά “ομφάλιος λώρος” γιατί είναι αυτό που σε κρατάει στη ζωή. Πόσο βαθιά συγκινητικό το βρήκα όλο αυτό… και συνέχισε λέγοντας μου, ότι η αναρρίχηση ρυθμίζει τα ζητήματα εμπιστοσύνης που μπορεί να έχουν οι άνθρωποι. Είτε κάποιος εμπιστεύεται δύσκολα, είτε εμπιστεύεται εύκολα τους ανθρώπους, η αναρρίχηση τα φέρνει όλα στα “ίσια” της.
Και ήταν σαφής. Με κοιτούσε ευθεία στα μάτια και εννοούσε κάθε λέξη της. Δεν υπάρχουν ενδιάμεσες καταστάσεις. Ο ένας “ασφαλίζει” τον άλλον, διαφορετικά μπορεί να φύγεις στο γκρεμό. Αλλιώς δεν ανεβαίνεις. Θέλει ψυχούλα η κορυφή. Όλοι φτάσαμε ασφαλείς στο καταφύγιο και περάσαμε μια καταπληκτική βραδιά γιορτάζοντας με φαγητό, τοπικό τσίπουρο και άπειρα γέλια μέχρι αργά το βράδυ.
Η αλήθεια είναι ότι η θερμοκρασία εκεί το βράδυ πέφτει πάρα πολύ χαμηλά ως και 0 °C και δεν είχα τόσο κατάλληλα ρούχα. Φόρεσα ό,τι είχα και δεν είχα και κοιμήθηκα με δυο κουκούλες, χωμένη στον υπνόσακό μου. Όσοι θα έμεναν έξω σε σκηνές, αργά το βράδυ μπήκαν και κοιμήθηκαν στο πάτωμα της τραπεζαρίας. Πραγματικά πολύ κρύο!
Μέρα Τρίτη: Κατάβαση από τα 2.700μ. – στα 1.000μ.
Το πρωί πήραμε το δρόμο από το Κοφτό και ξεκινήσαμε την κατάβαση από τα 2.750 μ. στα 1.000 μ. για τα Πριόνια. Η κατάβαση είναι αρκετά δύσκολη γιατί έχεις να διαχειριστείς το βάρος σου, που πέφτει συνεχώς μπροστά και πιέζει τα γόνατα. Για το λόγο αυτό ρυθμίσαμε τα μπατόν μας ανάλογα για να βοηθήσουμε τα πόδια μας, να μην «καταρρακωθούν». Κάτι που βέβαια, εγώ τουλάχιστον δεν το απέφυγα γιατί η διαδρομή ήταν πολύ μεγάλη και εγώ σε καθόλου καλή φυσική κατάσταση. Οπότε για δυο, τρεις ημέρες περπατούσα σε παρένθεση. ΄
Κάναμε μία μικρή στάση στο καταφύγιο του Αγαπητού για να αλλάξουμε ρούχα, αφού η θερμοκρασία είχε αλλάξει άρδην. Εκεί ίσως έφαγα το ωραιότερο ραβανί του κόσμου, είναι ξακουστό το ραβανί του Αγαπητού. Το άξιζα μετά από τέτοιο περπάτημα νομίζω. Στην συνέχεια κατηφορίσαμε στις πήγες του Ενιπέα ποταμού και φτάσαμε στο τέλος της διαδρομής στα Πριόνια.
Αν έχω κάτι να σημειώσω είναι ότι δεν με συγκλόνισε τόσο πολύ το γεγονός ότι βρισκόμουν στην υψηλότερη κορυφή της Ελλάδας. Αυτό που με μάγεψε ήταν η διαδρομή που ευτυχώς κράτησε για πολύ και οι άνθρωποι που γνώρισα. Η διαδρομή για όπου και αν ξεκινάς είναι αυτό που δίνει την αξία σε κάθε ταξίδι και κάνει σημαντικό τον τελικό προορισμό! Τα όμορφα μέρη είναι δύσκολο λένε, όχι να τα φτάσεις, αλλά να τα κατακτήσεις και να τα κάνεις δικά σου γιατί θέλει κόπο για να βιώσεις την εμπειρία «καθαρή» και «ανόθευτη». Οι κρυμμένοι παράδεισοι κατοικούν μέσα μας, αρκεί να θέλουμε τα ταξιδέψουμε σ’ αυτούς. Καλές αναβάσεις!
* Το κείμενο αυτό είναι αφιερωμένο στον Αντώνη Συκάρη. Τον άνθρωπο που δεν κατάφερα να γνωρίσω, γιατί η ζωή είχε διαφορετικά σχέδια. Ίσως να μην ανέβαινα ποτέ στον Όλυμπο, αν δεν τα είχε φέρει έτσι η ζωή. Στους ανθρώπους που μας εμπνέουν να πηγαίνουμε ένα βήμα πιο “ψηλά”.
All rights reserved 2022. Απαγορεύεται η αναδημοσίευση όλου του κειμένου ή τμήματος αυτού καθώς και η αναπαραγωγή των φωτογραφιών χωρίς αναφορά στην πηγή και το συντάκτη/φωτογράφο.