Οι μουσικοί του δρόμου
Η’ τα μεγάφωνα της πόλης
Αυτό το άρθρο γράφτηκε πριν το φίλτρο της μάσκας γίνει κανόνας.
Και γράφτηκε στο δρόμο.
Λάθος. Αυτό το άρθρο γράφτηκε από το δρόμο.
Από ένα παγκάκι στο κέντρο της Αθήνας.
Παγκάκι πάνω σε λόφο, λίγο πιο πάνω από τους ήχους της Πειραιώς και τις κραυγές του Γκαζιού.
Λίγο πιο δίπλα από τα κελαηδίσματα της Ερμού και τις νότες της πλακόστρωτης Πλάκας. Στα αριστερά των ψιθύρων του Μεταξουργείου και των άναρχων φωνών των Εξαρχείων.
Αυτό το άρθρο είναι του δρόμου.
Δρόμος. Ο Δρόμος. Αυτός που έχει τη δική του ιστορία, αυτός που κουβαλά τις μικρές ιστορίες της πόλης και τις μοιράζει στους περαστικούς της. Ιστορίες που έχουν φωνή, που έχουν λόγια δικά τους, που έχουν την προσωπική, αυθεντική τους μελωδία.
Αλήθεια, έχεις ακούσει ποτέ τον ήχο της πόλης σου; Τη διαπεραστική φωνή της λαϊκής αγοράς της γειτονιάς σου, τα μπάσα των εξατμίσεων, τις ψηλές νότες των πουλιών που ακροπατούν στις γκρίζες κεραίες, το σύρσιμο του ηλεκτρικού καθώς προσπερνάει τις αποβάθρες;
Στα ακουστικά σου ή στα μεγάφωνα, αυτή η πόλη έχει μουσική.
Κι όμως, ο δρόμος που η εκφορά της λέξης και μόνο είναι συνδεδεμένη με κάτι το φθηνό, είναι η μεγάλη πίστα στην οποία η πόλη παράγει την ολόδική της μελωδία. Δίπλα στις μουσικές σκηνές με το ακριβό εισιτήριο εισόδου, θα βρεις ανθρώπους που δίνουν στη μουσική την γενετήσια ελευθερία της με αντίτιμο μόνο να τους κοιτάξεις στα μάτια.
Οι μουσικοί του δρόμου…
Μια κουλτούρα ολόκληρη, μια φιλοσοφία, που θέλει την τέχνη να μη μπαίνει σε καλούπια, να μην περιορίζεται σε συγκεκριμένο αγοραστικό κοινό, αλλά να ανήκει σε όποιον έχει τη διάθεση, τα ερεθίσματα και φυσικά την ανάγκη να τη βάλει μέσα του. Τόσο απλά. Χωρίς περαιτέρω αναλύσεις ή Αριστοτελικής φύσεως επιχειρηματολογήσεις.
Τόσο απλά όσο και όμορφα.
Κυριακή μεσημέρι και το κέντρο της Αθήνας μοιάζει με χώρο εκδηλώσεων. Σε κάθε γωνία, σε κάθε στενάκι θα βρεις ανθρώπους που με μικρόφωνα ή χωρίς, γίνονται οι μελωδοί της. Οι αοιδοί του σήμερα, που πλέκουν τις ραψωδίες μιας σύγχρονης ζωής, που άλλοτε τους προσπερνά και άλλοτε στέκεται για να τους θαυμάσει.
Αυτοσχέδιες πατέντες σε συνθέσεις κρουστών, μισοχαλασμένα μικρόφωνα, σπασμένες χορδές, ενισχυτές ήχου για τους πιο εξοπλισμένους και φυσικά ένα καπέλο γυρισμένο ανάποδα, έτοιμο να δεχτεί τον οβολό ως απόδειξη της ταύτισής σου με τις φωνές τους.
Κάθομαι λίγα μέτρα μακριά και παρατηρώ. Κόσμος θα προσπεράσει χωρίς να προσέξει καν την ύπαρξή τους. Κόσμος θα μείνει, θα χαζέψει για λίγα δευτερόλεπτα και θα φύγει. Κόσμος θα ρίξει μια κλεφτή ματιά, θα νιώσει συστολή από αυτό το «κατάματα» που θα εισπράξει και θα φύγει βιαστικά. Μα και κόσμος, που δε θα ντραπεί, που θα μείνει να παρακολουθήσει, που θα αφήσει την ελευθερία που ενυπάρχει σε αυτή τη δραστηριότητα να τον κατακλύσει, θα κουνήσει ελευθέρα και με μια μποέμ διάθεση τα χέρια, θα σκουντήξει το διπλανό του, θα του αφιερώσει έναν στίχο, θα ζητήσει ο ίδιος το μικρόφωνο και θα πει τα δικά του λόγια.
Στην παιδική μου απορία «Γιατί να παίξει κανείς τη μουσική του στο δρόμο;», η απάντηση από τους πρωταγωνιστές θα έρθει ως καταπέλτης, «Γιατί μουσική σημαίνει ανοιχτό τοπίο και ο δρόμος εμπεριέχει αυτή ακριβώς την έννοια. Είναι ένας τρόπος ζωής. Ένα μέσο που εκτός από τα προς το ζην, θα σου εξασφαλίσει ένα ψυχικό ευ ζην. Ξέρεις, αυτό το χαμόγελο που θα καταφέρεις να προκαλέσεις σε έναν άνθρωπο που δε γνωρίζεις καν το όνομά του, σου θυμίζει ακριβώς το λόγο που σε έφερε μέχρι εδώ.».
Από τη jazz μέχρι τη latin και τη balkanian gypsy, από τα σμυρναίικα και τους αμανέδες μέχρι μια άγουρη pop προσπάθεια.
Άνθρωποι με μουσική παιδεία, με σπουδές σε ωδεία και συμμετοχές σε κλασικές ορχήστρες. Με τίτλους σπουδών εξωτερικού, με περγαμηνές και ώρες πτήσεων σε «εκλεπτυσμένους» χώρους. Άλλοτε άνθρωποι αυτοδίδακτοι, με δανεικά μουσικά όργανα, με περιπλανήσεις σε χάρτες, χώρες και σύνορα, με ιστορίες τρομερές που φέρνουν δάκρυα εάν τις ακούσεις.
Είναι εκείνοι, που οι «μεγάλοι» των μουσικών σκηνών θαυμάζουν (κι όμως!) για το θάρρος τους…!
«Μια πρόβα στο δρόμο, έτσι φαντάσου το», θα μου πουν. «Η έλλειψη ευκαιριών, οι ανύπαρκτες οικονομικές απολαβές και φυσικά η ανάγκη της συναισθηματικής εκπλήρωσης. Αυτή η δύναμη που σε σπρώχνει από την αδράνεια και την άφεση στο άλλοθι μιας ζόρικης εποχής.», θα μου πουν. Τα χρήματα, προαιρετικά πάντα, που συνοδεύουν αυτή τη δραστηριότητα, δεν την ενοχοποιούν. Δεν είναι το κίνητρο, ούτε ο σκοπός. «Είναι η παράπλευρη ωφέλεια. Η πιστοποίηση πως όντως κάτι κάναμε καλά. Και άλλωστε, μην ξεχνάς, εκτός από μεράκι έχει και κόπο όλο αυτό.».
Δίπλα στις μουσικές σκηνές με το ακριβό εισιτήριο εισόδου, θα βρεις ανθρώπους που δίνουν στη μουσική την γενετήσια ελευθερία της με αντίτιμο μόνο να τους κοιτάξεις στα μάτια.
Από το φλερτ με τους νόστιμους περαστικούς μέχρι το στίχο που θα γεννηθεί στο δρόμο και μόνο για αυτόν, η μουσική που ακούς στα βρώμικα πεζούλια, με γυαλιά ηλίου στο κεφάλι ή με ομπρέλα στο χέρι, είναι αυτή που χωρίς να το ξέρεις, φτιάχτηκε και από σένα.
Είναι η μουσική που βρήκε τα υλικά της στις πιο αγνές πηγές, που απευθύνεται στους πιο αγνούς παραλήπτες και που εάν το θελήσεις, μπορεί να γίνει δική σου…
Αλήθεια, δε θυμάμαι εάν ρώτησα.
Χορεύετε…;
All rights reserved 2020. Απαγορεύεται η αναδημοσίευση όλου του κειμένου ή τμήματος αυτού καθώς και η αναπαραγωγή των φωτογραφιών χωρίς αναφορά στην πηγή και το συντάκτη/φωτογράφο.
Μπάμπης Κωνσταντάτος
Η “μουσική του δρόμου” είναι πολύ μεγάλη πρόκληση και τόλμη, γιατί εκεί ο μουσικός απευθύνεται στο άγνωστο για εκείνον κοινό, σ’ εκείνους που δεν θα σταματήσουν από απλή περιέργεια ή μέχρι να αποτελειώσουν το σνακ που μασουλάνε. Και εκείνων το χειροκρότημα είναι πολύ σπουδαίο. Ομολογώ ότι εκεί έξω η ακοή μου έχει νιώσει μαγικές στιγμές και η ψυχή μου μεγάλη ντροπή όταν έριχνα το νόμισμα στην απλωμένη θήκη του μουσικού οργάνου, θεωρώντας ότι αυτό που εισέπραττε ήταν… “money can’t buy”.