Βρήκα την Ελλάδα που αγαπώ ένα βράδυ στην Μελβούρνη
Βρέθηκα στην Αυστραλία σε επαγγελματικό ταξίδι. Βασικά είμαι ακόμα στην Αυστραλία καθώς το ταξίδι μας είναι ακόμα σε εξέλιξη και γράφω λίγες γραμμές από το Σίδνεϋ, περιμένοντας να έρθει ο συνεργάτης μας εδώ για ένα ακόμα ραντεβού. Αλλά είχα την ανάγκη να γράψω δυο λόγια γιατί εδώ και δυο-τρεις μέρες οι εικόνες και τα συναισθήματα πήραν το χρόνο και τον τρόπο να τοποθετηθούν μέσα μου.
Πάντα σκέφτομαι με τραγούδια. Πάντα στο μυαλό μου παίζει μουσική – στις σιωπές μου παίζει Χατζιδάκις συνήθως, κουφό αλλά απόλυτα αληθές! Έχω ζήσει στο εξωτερικό ως φοιτήτρια, έχω την τύχη να δραστηριοποιούμαι επαγγελματικά σε έναν τομέα που μου έχει δώσει την ευκαιρία να κάνω συγκλονιστικά ταξίδια – και κάποια αβάσταχτα αδιάφορα, αλλά αυτό είναι μια άλλη κουβέντα – και ποτέ δεν έψαχνα να έρθω σε επαφή με τις ελληνικές κοινότητες ανά τον κόσμο. Πάντα ήθελα να «μυρίζω» τον τόπο που επισκέπτομαι, να συναναστραφώ τους ντόπιους, να γευτώ ό,τι τρώνε, να διασκεδάσω όπως διασκεδάζουνε στα δικά τους ωράρια – ναι ρε παιδί μου, κοκτέιλ στις 5 το απόγευμα ή στις 6 και φαγητό το αργότερο στις 7 το βράδυ, είναι οκ. Και για να μην παρεξηγηθώ, έχω γνωρίσει υπέροχους Έλληνες της διασποράς με τους οποίους η επαγγελματική συνθήκη μας φέρνει κοντά κι έχω νιώσει την ζεστασιά και την γενναιοδωρία τους. Δε θέλω να φανώ ασεβής ή υπερόπτης, απλά να εξηγήσω ότι σε κάθε ταξίδι ψάχνω να βρω την ψυχή του τόπου, τα χρώματα και τα αρώματά του.
Κι επειδή μιλάγαμε για τραγούδια περπατώντας μόνη στην Μελβούρνη – την οποία λάτρεψα παρεμπιπτόντως για την ανοιχτωσιά της, τα σοκάκια και τα πάρκα της, την διεθνικότητά της, την αγκαλιά της – σκεφτόμουν εκείνο τον στίχο από το τραγούδι του Σαββόπουλου «άθλια χωριουδάκια, ασυνάρτητη επαρχία, κάθε τι μισοχωμένο μες στη γη» όταν περιέγραφε την πατρίδα μας, αυτή που ζούμε και μας ζει, και συνέχιζα την βόλτα μου, έβγαζα τις φωτογραφίες μου, στεκόμουν σε μνημεία κι επιγραφές και άκουγα στ’ αυτιά μου τους ήχους της πόλης.
Η ελληνική κοινότητα στην Μελβούρνη είναι πολύ ισχυρή και δεν υπάρχει περίπτωση να μην πέσεις πάνω της. Την αντιμετωπίζουν με σεβασμό, έχει κύρος και δικαίως. Σε κάθε συναναστροφή με νεότερους και γηραιότερους σκεφτόμουν το στίχο του Θανάση Παπακωνσταντίνου που τραγούδησε ο Μάλαμας κι αναφέρεται στους μετανάστες της Αμερικής, μόνο που μια χαρά ισχύει κι εδώ: «Ελλάδα σαν αγριόχορτο φύτρωσες κι εκεί».
Ξαναέσμιξα – δε λέω ξαναβρέθηκα, αλλά ξαναέσμιξα, έχει διαφορά– με μια φίλη από τα παλιά που ζει πλέον εδώ με την οικογένειά της – το τόλμησε όταν ήταν τα πράγματα πολύ ζόρικα πριν 8-9 χρόνια στην Ελλάδα, εγώ ήμουν «κότα» και απλά δεν… – και είπαμε πράγματα που δεν είχαμε πει ποτέ στην Ελλάδα. Γνωριστήκαμε στα είκοσι κάτι μας και τώρα στα σαράντα φεύγα λέμε πιο άνετα αλήθειες. Μου έδειξε τις δικιές της περπατησιές στην πόλη. Την ευχαριστώ εκ βαθέων. Θα έρθει τον Σεπτέμβρη στην Ελλάδα, πρώτη φορά μετά από οχτώ χρόνια θα επισκεφτούν οικογενειακώς την Ελλάδα, δεν είναι και δίπλα η Αυστραλία βλέπεις. Την περιμένω. Με χαρά. Με μεγάλη χαρά. “…words meander like a restless wind inside a letter box…nothing’s gonna change my world…” αυτό έπαιζε στ’ αυτιά μου αποχαιρετώντας την Σ. και την κόρη της εκείνο το απόγευμα – ναι το “Across the universe” των Beatles.
Η αποκάλυψη για μένα ήρθε λίγες ώρες μετά. Γκρίνιαζα που θα πηγαίναμε σε ελληνικό εστιατόριο κι ας ήταν Κρητικό – όσοι με ξέρουν, ξέρουν την καταγωγή μου από την Κρήτη και την αγάπη μου για το κρητικό φαγητό. Αλλά βαριόμουν να πάω. Δεν υπήρχε περίπτωση όμως να μην πάω, είμαστε μια ομάδα και ήμασταν καλεσμένοι. Κι έχω να πω ευτυχώς που πήγα.
Ήταν γενναιόδωροι οι άνθρωποι που μας φιλοξένησαν. Ήταν πλατύ κι ειλικρινές το χαμόγελο. Ήταν χαρούμενοι που ήμασταν εκεί. Είχαν ξαναφιλοξενήσει την Ελευθερία και την ομάδα των μουσικών της και το 1997. Εικοσιέξι χρόνια μετά ξαναβρέθηκε κοντά τους με νέα ομάδα. Ήταν συγκινητικό. Μας έδειξαν φωτογραφίες από το 1997. Βγάλαμε καινούριες το 2023. Σε ένα τραπέζι στο κέντρο του μαγαζιού νέα παιδιά, τρίτης γενιάς Έλληνες και μια κυρία γύρω στα 55 που έπαιζε λαούτο, έπαιζαν παραδοσιακά. Κλαρίνο, κιθάρα, λαούτα, φλογέρες, τσαμπούνα, μπουζούκι κι όλοι τραγουδούσαν. Στο βάθος δυο Τουρκάλες νεοφερμένες για μια καλύτερη ζωή είχαν γίνει ένα με την κομπανία. Ήρθαν κι άλλα μπουζούκια και αρχίσανε τα ρεμπέτικα. Κι ήταν το ούτως ή άλλως καταπληκτικό φαγητό ακόμα πιο νόστιμο, το κρασί ακόμα πιο γλυκό κι η ρακή που έρεε άφθονη ακόμα πιο ξελογιάστρα. Όταν η ορχήστρα έπιασε το «Χαρικλάκι» οι τουρκάλες το τραγούδησαν τούρκικα και χόρεψαν και τσιφτετέλι. Και έπιάσαν και τις «Κούπες» και το «Τζιβαέρι» αλλά και το «Κόκκινο φουστάνι εκείνο που σε κάνει να μοιάζεις πυρκαγιά». Ο Γιάννης και η Σούζυ – από το Αθανασία – χαμογελούσαν και σε αγκάλιαζαν κι ένιωθες ότι γύρναγες σπίτι σου, εκεί που νιώθεις ζεστά και ήρεμα. Κι ύστερα πιάσανε τον Καριώτικο χορό και με την «Συμπεθέρα» γίνανε όλοι ένα.
Και δε θέλω να πω άλλα, σκεφτόμουν συνεχώς τραγούδια, μνήμες ανακατεύονταν μέσα μου ενώ έφτιαχνα καινούριες. Ένιωθα ότι βρήκα στην ταβέρνα αυτή, τον «Φιλέλληνα» μια πατρίδα που νιώθω ότι δεν την έχω στην Ελλάδα. Είδα μια αγάπη για την Ελλάδα που δεν την νιώθουμε όσοι ζούμε εκεί –δικαίως ή αδίκως δεν ξέρω. Όταν έμαθα ότι υπήρχαν παιδιά που έπαιζαν μουσική εκεί που δεν είχαν πάει ποτέ στην Ελλάδα αλλά ένιωθαν Έλληνες και παίζουν από ηπειρώτικα ως Τσιτσάνη, αλήθεια συγκινήθηκα. Ένιωθα ευτυχής και μπερδεμένη. Κι αυτός ο μουσικός μας πλούτος, πόσο σπουδαία υπόθεση. Κι ήρθε στο μυαλό μου το τραγούδι του Παπάζογλου σε στίχους του Ρασούλη «Αχ, Ελλάδα σ’ αγαπώ και βαθειά σ’ ευχαριστώ γιατί μ’ έμαθες και ξέρω, ν’ ανασαίνω όπου βρεθώ, να πεθαίνω όπου πατώ και να μη σε υποφέρω».
Κάπου εδώ σταματώ. Στ’ αλήθεια δεν θα την ξεχάσω την βραδιά στην Μελβούρνη, στον «Φιλέλληνα». Κι αυτό το «καλή αντάμωση» το ένιωσα πραγματικά μέσα μου.
Υγ: Το ίδιο βράδυ ονειρεύτηκα τους γονείς μου. Έχω χάσει και τους δύο. Και τους είδα για πρώτη φορά στον ύπνο μου μαζί. Ως τώρα μου ερχόντουσαν μόνο χωριστά.
All rights reserved 2023. Απαγορεύεται η αναδημοσίευση όλου του κειμένου ή τμήματος αυτού καθώς και η αναπαραγωγή των φωτογραφιών χωρίς αναφορά στην πηγή και το συντάκτη/φωτογράφο.