“Πατρίδα Χώρα Ξένη” του Μιλτιάδη Σαλβαρλή
«Bizim şehrimiz; Η πόλη μας;» Ο πελάτης γέλασε και ο πατέρας μού έριξε ένα αυστηρό βλέμμα. Ένταση επικρατεί ανάμεσα στις δύο κοινότητες και η κουβέντα αυτή, κουβέντα από ένα αγόρι που μαθαίνει τα τουρκικά, κουβέντα ειπωμένη εν τη ρύμη του λόγου, θεωρήθηκε προσβολή. «Είναι δική σας η πόλη, λοιπόν…» επανέλαβε, κοιτώντας περιπαικτικά τον πατέρα. Έπειτα, σαν να ήταν εκείνος το αφεντικό, έκανε νόημα στους παραγιούς να βιαστούν να κόψουν τα υφάσματα που είχε διαλέξει. Τα σπίτια των Ελλήνων αδειάζουν. Οι γειτόνισσες που λένε τον καφέ δεν έρχονται πια σε μας. Μας χαιρετάνε από μακριά με ένα νεύμα, αλλά να πουν τον καφέ στις αδελφές μου δεν έρχονται. Το σκυλί των διπλανών σύρθηκε ένα πρωί μέχρι την εξώθυρα με ένα βαθύ τραύμα στο πλάι του λαιμού. Λίγο μετά ξεψύχησε.
Ο Τσίρος φεύγει κάθε πρωί για το γραφείο. Του στρώνω τα μαλλιά, μου δίνει ένα φιλί και φεύγει. Μένει στα χείλη μου η γεύση από το στόμα του: μια πικράδα όμοια με της άγουρης ελιάς. Τις Κυριακές ανάβω καντήλι στους άγιους Ανάργυρους και στον άγιο Νικόλα, τα εικονίσματα που φέραμε από την Τρωάδα τυλιγμένα στην ελληνική σημαία. Το ένα έχει ανοίξει στα δυο, κανείς δεν ξέρει πότε έγινε και πώς, το συγκρατούν δυο ξύλα καρφωμένα στο πίσω μέρος. Στο άλλο υπάρχουν ονόματα και χρονολογίες· παιδιά που μεγάλωσαν και με τη σειρά τους απέκτησαν δικά τους παιδιά, εγγόνια, δισέγγονα. Άγνωστα τοπία οι άνθρωποι. Νομίζεις ότι τους γνώρισες, τους έμαθες, τους ξέρεις, όμως πάντα κάτι θα σου κρύβουν· πότε μια αμμουδιά χαμένη σε βραχοσπηλιά και πότε ένα δάσος πυκνό, σκοτεινό. Αλλά και οι δικοί σου άνθρωποι αποδεικνύονται τοπία άγνωστα, αυτοί που μεγαλώσατε μαζί κι εκείνοι που μπήκαν στη ζωή σου κι έγιναν ο βυθός σου ο σκοτεινός. Δεν είμαι η Τσιγγάνα της Έκθεσης να πω με σιγουριά το μέλλον. Αισθάνομαι, ωστόσο, πως ήρθε ο καιρός να αφήσω το χτες. Να το κάνω εικόνες, να το έχω σε ένα κουτί και όταν με πιάνει η νοσταλγία να κάθομαι στο παράθυρο και να θυμάμαι όσους πέρασαν ως τώρα απ’ τη ζωή μου, ό,τι πέρασε ως τώρα απ’ τη ζωή μου, με θέα τα πανέμορφα βουνά της Αττικής.
Κυκλοφορεί από τις εκδόσεις ΜΕΤΡΟΝΟΜΟΣ το μυθιστόρημα «Πατρίδα χώρα ξένη». Θέμα του η ιστορία δύο παιδιών που εγκατέλειψαν τα πατρογονικά τους χώματα, με τους διωγμούς του 1914 και του 1922, εγκαταστάθηκαν με τις οικογένειές τους σε διαφορετικά μέρη της Ελλάδας, έσμιξαν στην Αθήνα της Κατοχής, παντρεύτηκαν και έμειναν μαζί έως το γέρμα της ζωής τους. Ο συγγραφέας πιάνει το νήμα από ένα χωριό της Τρωάδας, υφαίνει γεγονότα στη Θεσσαλονίκη και στην Αθήνα του Μεσοπολέμου και, περνώντας από τον Εμφύλιο και τη Μεταπολίτευση, καταλήγει στο 1985. Πιασμένοι στη δίνη της Ιστορίας, οι κεντρικοί ήρωες ξεριζώνονται, βιώνουν τη χυδαία συμπεριφορά των παλαιοελλαδιτών προς τους πρόσφυγες, αγωνίζονται για ένα καλύτερο αύριο, επουλώνουν τις πληγές τους και τελικά γίνονται κομμάτι μιας αστικής, μετριοπαθούς κοινωνίας, που σήμερα αποκαλούμε «μεσαία τάξη».
Εξαιρετικό αφηγηματικό έργο που διαβάζεται απνευστί, το μυθιστόρημα «Πατρίδα χώρα ξένη» αποτελεί μικρό φόρο τιμής στους Μικρασιάτες της Τρωάδας, της Αιολίας και της Ιωνίας.
Επιμέλεια: Σάββας Σερέτης
Πρόλογος: Στέλλα Βλαχογιάννη
Σελίδες: 189
ISBN: 978-618-5339-85-2