Είδαμε: Γιώτα Νέγκα, μια νέα μάνα για το ρεπερτόριο της Παπαγιαννοπούλου
Σε μια πλατεία της Αθήνας, η Γιώτα Νέγκα τραγούδησε σε επιμέλεια Λίνας Νικολακοπούλου το έργο της Ευτυχίας Παπαγιανοπούλου. Μία σύγχρονη ερμηνεύτρια με ρίζα ουσιωδώς λαϊκή, κατευθύνεται από μία κορυφαία δημιουργό για να φέρει στο σήμερα την γνωστή και άγνωστη κληρονομιά μιας στιχουργού που έζησε και αισθάνθηκε αυτόν τον κόσμο τον προηγούμενο αιώνα.
Πολλοί παράγοντες που ανάγουν την εξίσωση σε τετάρτου βαθμού, δηλαδή.
Εάν με τις μαθηματικές πράξεις δυσκολεύεσαι όσο κι εγώ, θα σου αποκαλύψω απευθείας τη λύση.
Η εξίσωση έβγαλε ένα ακριβές, ακριβό αποτέλεσμα: Τρεις γυναικείες δυνάμεις “συναντήθηκαν” στις συντεταγμένες του χρόνου για να αποδείξουν πως η τέχνη είναι άφυλη, η μουσική άχρονη και η αυθεντικότητα η μόνη επιλογή. Αυτές οι τρεις αλήθειες συνενώνονται πάνω στη σκηνή και δημιουργούν μια νέα, εκείνη που επιτρέπει σε μια γλώσσα που χάθηκε μέσα στις δεκαετίες μαζί με τις εικόνες που την εξηγούσαν, να γίνεται τρικυμιώδης και σαν θάλασσα να γεννάει, να αφρίζει, να αφήνει στη στεριά τους θησαυρούς και μετά να επιστρέφει στα βάθη για να ξανακάνει το χρέος της όταν χρειαστεί.
Σε μια τέτοια καλλιτεχνική παρουσίαση, που ενέχει φόβους αφιερωματικού χαρακτήρα και ευτυχώς τους διαψεύδει, μένεις να παρατηρείς τις συνισταμένες που την κάνουν να διαφέρει.
Παρατηρείς τη φωνή της Νέγκα που έρχεται να γίνει μια νέα μάνα για αυτό το ρεπερτόριο. Μια μάνα που φιλάει στο στόμα τα υιοθετημένα παιδιά της δίνοντάς τους την δική της ταυτότητα. Το γάλα της φιλτράρεται μέσα από την προσωπική ερμηνευτική της προσέγγιση και τις υπέροχες ενορχηστρώσεις που σου συστήνουν σχεδόν από την αρχή το ρεπερτόριο της Παπαγιαννοπούλου, πειράζοντας με τέτοιο τρόπο τα άνθη του, που η ρίζα μένει γερή και στέρεη. Κι έτσι μαθαίνεις με το δικό της ρυθμό να συλλαβίζεις ξανά λόγια και σύμπαντα που ήταν φωλιασμένα στη συναισθηματική σου μνήμη και ξύπνησαν με ένα κούρδισμα, έναν ακαπέλα λυγμό, μια στιγμή που η Ανατολή της Ευτυχίας βρέθηκε με την Δύση της Γιώτας και έκαναν έκρηξη.
Παρατηρείς την αριστοτεχνία της Νικολακοπούλου να φωτίζει μέσω της επιμέλειάς της σημεία που ίσως δεν τους είχες δώσει τόση σημασία. Να υπογραμμίζει τις οριακές στιγμές και να χαϊδεύει τις συμβάσεις, παρεμβάλλοντάς τες με τέτοιο τρόπο ώστε να στέκονται διαφανείς κάτω από το φως για να μπορείς να δεις τα συστατικά τους κι έτσι να τις μυθοποιείς και πάλι. Και με ένα ζωτικό πείραγμα της κατεστημένης σειράς των λέξεων, αυτές να αναγεννιούνται και να ξαναφτιάχνουν το σύμπαν τους από την αρχή.
Παρατηρείς τον κόσμο. Πώς αντιδρά σε ρήματα δύσκολα, πώς σέβεται τις σιωπές και δέχεται τις νέες ζωές των τραγουδιών, πώς ανταποκρίνεται στο πηγαίο συναίσθημα που αναβλύζει και προσπερνώντας τις αποστάσεις των καθισμάτων, ενώνει ένα γερασμένο ζευγάρι χεριών με ένα νεανικό, όταν από την χορωδία των μουσικών ακούγεται «Το μίσος του κόσμου με δέρνει σκληρά και φεύγω με πίκρα στα ξένα.».
Και κάπως έτσι σπάει ο Κόσμος ο Γυάλινος, μια ανύποπτη Παρασκευή, πίσω από μια πλατεία που παιδιά παίζουν υπό τις ευλογίες μιας μουσικής που κατάφερε να γκρεμίσει το χρόνο και όχι να γκρεμίσει στο χρόνο. Με παράσημο το χειροκρότημα από τις γειτονικές πολυκατοικίες που έστω για ένα βράδυ άφησαν τη ρουτίνα του σαλονιού να μείνει παραπονεμένη.
Και αυτό είναι πραγματική νίκη.
*Φωτογραφίες: Βασιλική Σουβατζή
All rights reserved 2021. Απαγορεύεται η αναδημοσίευση όλου του κειμένου ή τμήματος αυτού καθώς και η αναπαραγωγή των φωτογραφιών χωρίς αναφορά στην πηγή και το συντάκτη/φωτογράφο.