Καθαρά Δευτέρα και ο Θεός της ελευθερίας
Δύο χιλιόμετρα απόστασης, πόσα βήματα είναι και πόσες επιτρεπόμενες ανάσες χωράνε; Είναι προσωπικό ρεκόρ ή αφορά σε γενική οδηγία κι αυτό; Δηλαδή, είναι υποχρεωτικό όλοι να τα αντέχουμε με τον ίδιο τρόπο; Κι εμείς που δεν ήμασταν ποτέ καλοί στην αντοχή; Τι γίνεται με εμάς; Προσωπικά, δεν έχω απάντηση, δεν τα έχω μετρήσει/ δεν τα έχω υπολογίσει. Σήμερα, επαναστατικά, φόρεσα μια καινούρια, μπλε μάσκα, μπήκα στο αυτοκίνητο και ξεπέρασα τα μυστήρια δύο χιλιόμετρα, πηγαίνοντας κόντρα στις ενδείξεις του πιστού μου gps που με προειδοποιούσε έμμεσα για την παράβαση.
Πέρασα απ’ έξω από όλα τα πάρκα της περιοχής. Δε σταμάτησα πουθενά, δεν είχα χαρταετό για να μου πληγώσει τα χέρια το κερωμένο σχοινί του ούτε εχέγγυα για έναν ατρόμητο συμπαίκτη που θα με διαβεβαίωνε πως ο αετός θα πετούσε πιο μακριά από τα επιτρεπτά όρια. Εάν δεν πετάξεις τον αετό με άναρχους όρους, εάν περιορίσεις σε κανόνες ακόμη και την πτήση, τότε μην τον σηκώσεις στον αέρα. Καλύτερα να μείνει να κοσμεί μια παιδική σου ανάμνηση, τότε που ήσουν σίγουρος πως άγγιζε τον ουρανό και ένιωθες τη χαρά της ελευθερίας του.
Στα περισσότερα πάρκα η χαρά έλαβε σήμα απαγορευτικό κι έτσι είδα κόσμο να πετάει τους αετούς του στα πεζοδρόμια, δίπλα στα δέντρα που οι ρίζες τους μπαζώθηκαν καλά κάτω από πλάκες πεζοδρομίου- στην πόλη, βλέπεις η Άνοιξη περιορίζεται σε μπολιασμένες νεραντζιές κι έτσι τα παιδιά γνωρίζουν την άνθιση χάρη στις αγορασμένες γλάστρες της λαϊκής. Είδα παιδιά ντυμένα με αποκριάτικες στολές, πολύχρωμες, σαν τους αετούς τους, συνοδευόμενα από μονόχρωμους γονείς που ακροβατούσαν μεταξύ μιας καταναγκαστικής χαράς και μιας επιβαλλόμενης πραγματικότητας. Γρήγορες εικόνες που περνούσαν από το τζάμι μου σαν σκηνές χωρίς ρακόρ. Βιαστικές και πρόδηλα βιασμένες.
Δεν έστειλα μήνυμα για αυτή τη βόλτα. Ποιος αριθμός δικαιολογεί μετακίνηση ψυχικής ανάγκης για ελευθερία; Δεν βρήκα κατάλληλο αριθμό κι έτσι προτίμησα να μην πω ψέματα. Έκανα μια αδικαιολόγητη διαδρομή με την ηδονή της παρανομίας. Κατέληξα γρήγορα στην πόρτα μου. Θα παρανομούσα ξανά αφήνοντας ανθρώπους που αγαπώ να χτυπήσουν το κουδούνι μου. Έπρεπε πρώτα να κάνω την επιλογή -αυτή τη φορά οι μισοί, οι άλλοι μισοί στην επόμενη αφορμή, να βάλω check δίπλα από τα απαραίτητα πεδία καταλληλότητάς τους, να βάλω διπλή δόση αντισηπτικού στο refill box, να μετρήσω με μέτρο την απόσταση της καρέκλας μου.
Και μετά έπρεπε να χαρώ. Ή ήθελα να χαρώ.
Στα σημερνά λύματα η ανάλυση θα δείξει ανεβασμένη χοληστερίνη, σκέφτομαι. Με αναιρώ πάραυτα. Η ανάλυση θα δείξει ανθρώπους σε μια αγχωτική κοινωνική συνθήκη που τους επιβάλλει να κοιτούν τον ουρανό από το παράθυρο, να ονειρεύονται και όχι να ποιούν ελευθερία, να παρανομούν περνώντας την ταμπέλα που βρίσκεται 2 τετράγωνα βορειοανατολικά του σπιτιού τους και τους καλωσορίζει στον διπλανό Δήμο, να διαχωρίζουν τους ανθρώπους τους σε κατάλληλους και προσωρινά ακατάλληλους.
Κι όμως, σήμερα, είναι Καθαρά Δευτέρα και από το ανοιχτό παράθυρο άκουσα μια φευγαλέα παιδική φωνή να λέει «Θέλω να φθάσει μέχρι εκεί που δε θα τον βλέπω πια για να κοπεί το σχοινί του και να είναι ελεύθερος, μαμά» και θυμήθηκα πως είχα ξεχάσει ότι η ελευθερία είναι ένας προσωπικός, άθρησκος Θεός.
All rights reserved 2021. Απαγορεύεται η αναδημοσίευση όλου του κειμένου ή τμήματος αυτού καθώς και η αναπαραγωγή των φωτογραφιών χωρίς αναφορά στην πηγή και το συντάκτη/φωτογράφο.