Μυκηναϊκός Πολιτισμός – Ακρόπολη των Μυκηνών
Οι αρχαιολογικοί χώροι και τα μουσεία έχουν μια ιδιαίτερη ενέργεια. Θα σας φανεί ίσως αστείο αλλά μου αρέσει να επισκέπτομαι κατ΄επανάληψη τους χώρους αυτούς. Κάθε επίσκεψη ποτέ δεν είναι ίδια με την προηγούμενη. Δεν έχει να κάνει με τις περιοδικές εκθέσεις και την αλλαγή των εκθεμάτων. Αλλά με το ότι κάθε φορά παρατηρείς διαφορετικά πράγματα. Όσο περισσότερο παρατηρείς το χώρο ή τα εκθέματα κάτι νέο σου κεντρίζει το ενδιαφέρον, μια νέα πληροφορία έρχεται στο φως της προσοχής σου, κάνοντας το ταξίδι στη γνώση της ιστορίας του παρελθόντος ένα προσωπικό συναρπαστικό ταξίδι που δεν τελειώνει ποτέ δίνοντας σου πληροφορίες που πολλές φορές αλλάζουν τη σκέψη σου ακόμα και για την ίδια σου τη ζωή.
Η ακρόπολη των Μυκηνών είναι ένας από τους αγαπημένους μου αρχαιολογικούς χώρους που επισκέπτομαι συχνά σε εποχές εκτός καραντίνας. Ο εντυπωσιακός τρόπος που ανακαλύφθηκε από τον Ερρίκο Σκλήμαν, ο μεγάλος & πολύτιμος θησαυρός του Ατρέως, οι θολωτοί τάφοι με την εντυπωσιακή δόμησή τους και τα κυκλώπεια τείχη, είναι στοιχεία με μία διαφορετικότητα ως προς τη μεταξύ τους σχέση που πάντα σ΄αφήνουν εντυπωσιασμένο.
Μυθολογία & πρώτη κατοίκηση
Σύμφωνα με τη μυθολογία, ιδρυτής των Μυκηνών ήταν ο Περσέας, γιος του Δία και της Δανάης. O Χρήστος Τσούντας, συνεχιστής των ανασκαφών των Μυκηνών μετά τον Ερρίκο Σλήμαν, έχει σημειώσει ότι έξω από την ακρόπολη είχε βρεθεί επιγραφή που μαρτυρά την ύπαρξη ιερού, αφιερωμένoυ στον Περσέα.
Η πρώτη εγκατάσταση στις Μυκήνες τοποθετείται στους νεολιθικούς χρόνους. Το 2000 π.Χ. μετά την εγκατάσταση των πρώτων ελληνικών φύλων ο πληθυσμός αυξήθηκε σε σημαντικό ποσοστό, όπως μαρτυρούν σχετικά αρχαιολογικά ευρήματα.
Γύρω από την Ακρόπολη των Μυκηνών υψώνονται ως και σήμερα τα περίφημα Κυκλώπεια τείχη, τα οποία λόγω της μνημειώδους αρχιτεκτονικής προστάτεψαν για πολλά χρόνια την ζωή στις Μυκήνες.
Ιστορικό ανασκαφικής έρευνας
Οι συνθήκες που επικρατούσαν τον 18ο αιώνα –δεν υπήρχε ακόμα ελληνικό κράτος εξαιτίας της τούρκικης κατοχής– επέτρεψαν στον λόρδο Έλγιν, στον Βελή πασά του Ναυπλίου και στον λόρδο Σλάιγκο να λεηλατήσουν ανενόχλητοι το θολωτό τάφο (το θησαυρό του Ατρέως). Μετά την ίδρυση του ελληνικού κράτους το 1830, το 1837 ο χώρος των Μυκηνών τέθηκε υπό την επίβλεψη της Αρχαιολογικής Εταιρείας, ενώ το 1841 ξεκίνησαν οι ανασκαφικές έρευνες από τον Κ. Πιττάκη, που καθάρισε το θησαυρό του Ατρέως, αποκάλυψε την πύλη των λεόντων και ασχολήθηκε με το θολωτό τάφο της Κλυταιμνήστρας.
Στο διάστημα 1874 έως 1877 πραγματοποίησε ανασκαφές ο Ερρίκος Σλήμαν στον Ταφικό Κύκλο Α, όπου αποκάλυψε τους πέντε τάφους του Ταφικού Κύκλου Α’, υπό την επίβλεψη του Π.Σταματάκη.
Τα έτη 1884-1957, τα νεκροταφεία και τα ανάκτορα ανέσκαψαν σταδιακά ο Χ.Τσούντας (1884-1902), ο Δ. Ευαγγελίδης (1909), ο Ρόουζγουαλτ (G.Rosewaldt) (1911), Α.Κεραμόπουλος (1917) και ο Γουέις A.J.B.Wace (1920-1923, 1939, 1950-1957). Εκτός από τους αρχαιολόγους, ερευνητές και επιστήμονες που καθοδηγούσαν την έρευνα, καθοριστικό ρόλο διετέλεσαν και οι εργάτες των ανασκαφών οι οποίοι ήταν οι άνθρωποι κλειδιά για την ανάδυση και διάσωση των αρχαιοτήτων από τα βάθη της γης.
Παράλληλα, ανασκαφικές εργασίες διεξήχθησαν από το 1952 έως το 1955 στον Ταφικό Κύκλο Β, από τους Ι. Παπαδημητρίου και Γ. Μυλωνά. Το 1959, οι ανασκαφές της Βρετανικής Αρχαιολογικής Σχολής, υπό την εποπτεία του λόρδου Τέιλορ (W.Taylor), έφεραν στο φως το θρησκευτικό κέντρο.
Από το 1998 η Ομάδα Εργασίας Συντήρησης Μνημείων Επιδαύρου ανέλαβε το έργο «Συντήρηση-Στερέωση-Ανάδειξη των Μνημείων της Ακρόπολης Μυκηνών και του Ευρύτερου Περιβάλλοντος Χώρου», το οποίο πέρασε στη δικαιοδοσία της Επιτροπής των Μυκηνών του Υπουργείου Πολιτισμού το 1999.
Αρχαιολογικός χώρος Μυκηνών
Τα αρχαιολογικά μνημεία των Μυκηνών ανάγονται χρονολογικά στην περίοδο 1350-1200 π.Χ. Το 1200-1100 π.Χ. τα μυκηναϊκά ανάκτορα καταστράφηκαν αρχικά από ισχυρό σεισμό και στη συνέχεια από πυρκαγιά. Η πόλη περιλάμβανε την ακρόπολη, η οποία ήταν οχυρωμένη από τα κυκλώπεια τείχη, ενώ έξω από αυτή, στα δυτικά, βρίσκονταν τα νεκροταφεία και οι οικισμοί.
Στα δυτικά της ακρόπολης υπήρχε ο Ταφικός Κύκλος Β με 14 λακκοειδείς τάφους, από τους οποίους ήρθαν στο φως πλούσια κτερίσματα και επιτύμβιες στήλες. Στην ίδια περιοχή ανακαλύφθηκαν και τέσσερις θολωτοί τάφοι μνημειώδους μορφής, μεταξύ των οποίων και ο λεγόμενος «θησαυρός του Ατρέως» και ο «τάφος της Κλυταιμνήστρας».
Ο θησαυρός του Ατρέως ή ο Τάφος του Αγαμέμνoνα
Ο Τάφος της Κλυταιμνήστρας
Στα δυτικά του εσωτερικού του τείχους βρισκόταν ο Ταφικός Κύκλος Α, ο οποίος περιλάμβανε έξι βασιλικούς λακκοειδείς τάφους, μεταξύ των οποίων και οι δυο τάφοι που παρουσιάζονται παραπάνω, ενώ στα νότια απλωνόταν το θρησκευτικό κέντρο.
Η κύρια είσοδος της ακρόπολης ήταν στα βορειοδυτικά και κοσμούνταν από την Πύλη των Λεόντων. Το γλυπτό, που έδωσε το όνομά του στην πύλη, είναι του 1250 π.Χ. και αποτελεί το πρώτο δείγμα μνημειώδους γλυπτικής στην Ευρώπη.
Η πρόσβαση στο ανάκτορο, το οποίο βρισκόταν στο ψηλότερο σημείο, γινόταν μέσω ενός κεκλιμένου κατά 20% επιπέδου. Το ανάκτορο περιλάμβανε τη μεγάλη αυλή, τον ξενώνα και το μυκηναϊκό μέγαρο. Το μυκηναϊκό μέγαρο αποτελούνταν από τρία μέρη: την αίθουσα, τον πρόδομο και το δόμο, που αποτελούσε την αίθουσα του θρόνου. Υπήρχαν ακόμα χώροι αποθήκευσης και εργαστήρια.
Στη βορειοανατολική πλευρά του τείχους ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει η κατασκευή της υπόγειας κρήνης, της οποίας η τοιχοδομία είναι κυκλώπεια. Στέγασαν, λοιπόν, μία πηγή νερού, κάτω από το έδαφος, έτσι ώστε σε περίπτωση μακρόχρονης πολιορκίας να έχουν εξασφαλίσει το βασικότερο ζωτικό εφόδιο, το νερό.
Το αρχαιολογικό μνημείο των Μυκηνών από το 1999 συμπεριλήφθηκε στον κατάλογο των Μνημείων Παγκόσμιας Κληρονομιάς της Ουνέσκο –σύμφωνα με τη συνθήκη που υπέγραψε η Ελλάδα από το 1981– που έχει ως σκοπό να αναδείξει και να διαφυλάξει μνημεία των οποίων η σημασία είναι παγκόσμιου βεληνεκούς.
Βιβλιογραφία
Ακαδημία Αθηνών, εκδ., Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, Α, Αθήνα, 1970.
Βασιλάκου Ν., Ο Μυκηναϊκός Πολιτισμός, Βιβλιοθήκη της εν Αρχαιολογικής Εταιρείας 152, Αθήνα, 1995.
Καρούζος, Χ., «Χρήστος Τσούντας», Νέα Εστία 180, 1934.
Καρούζου, Σ., «Χρήστος Τσούντας, ένας ήρωας της αρχαιολογικής έρευνας», Ο Μέντωρ 28, 1993.
Μασουρίδη, Σ.,«1885-1909. Η Υπηρεσία στα χρόνια του Π. Καββαδία. Συστηματική οργάνωση και επιτεύγματα», στο: Ιστορίες επί χάρτου. Μορφές και θέματα της Αρχαιολογίας στην Ελλάδα του 19ου αιώνα (επιμ. Ε. Κουντούρη, Σ. Μασουρίδη), Κατάλογος Έκθεσης του Ιστορικού Αρχείου του ΥΠΠΟΑ, Αθήνα, Βιβλιοσυνεργατική.
Πετράκος, Β. Χ., Η εν Αθήναις Αρχαιολογική Εταιρεία. Οι αρχαιολόγοι και οι ανασκαφές (1837-2011), κατάλογος έκθεσης, Αθήνα, Η εν Αθήναις Αρχαιολογική Εταιρεία, 2011.
Σπαθάρη Ε., Ιστορικός και αρχαιολογικός οδηγός των Μυκηνών, Αθήνα, 2001.
Dickinson, The Origins of Mycenaean Civilisation, SIMA 49, Göteborg, 1977.
French E., MYCENAE, Agamemnon’ s Capital. The Site in its Setting, Tempus, 2002.
All rights reserved 2021. Απαγορεύεται η αναδημοσίευση όλου του κειμένου ή τμήματος αυτού καθώς και η αναπαραγωγή των φωτογραφιών χωρίς αναφορά στην πηγή και το συντάκτη/φωτογράφο.