Συνέντευξη: Θάνος Μικρούτσικος- Μιλώντας με έναν μύθο
Το 2016, όταν περνούσα την εξώπορτα του επιβλητικού του σπιτιού στο Μετς, ύστερα από μία συζήτηση 3 ωρών, είχα ήδη γίνει ένας άλλος άνθρωπος.
Ο Θάνος Μικρούτσικος κουβαλούσε εντός του την υπόσταση του μύθου, μια ιδιότητα που δεν οφείλεται μόνο στο σπουδαίο έργο που άφησε ως πολιτιστική κληρονομιά στους αιώνες, αλλά και στο πηγαίο “μαγικό” πάθος που φώτιζε ως οδηγός τόσο τη ζωή του όσο και όποιον είχε την τύχη να βρεθεί στην εμβέλεια της αυτόφωτης ακτίνας του.
Σήμερα, 28/12/2020, ένα χρόνο μετά το “φευγιό” του, θυμάμαι την κουβέντα μας.
Είστε από τους ελάχιστους συνθέτες που συµµετέχουν τόσο ενεργά στις ζωντανές εκτελέσεις των κοµµατιών τους, είτε ως µουσικός είτε ως µαέστρος είτε ως ερµηνευτής. Είναι δική σας ανάγκη ή επιταγή των ίδιων των τραγουδιών;
Την εποχή µετά τη µεταπολίτευση, τότε που ήταν η παντοκρατορία των συνθετών, για να έρθει µετά η παντοκρατορία των τραγουδιστών, όταν δηλαδή µιλούσαµε για µεγάλους συνθέτες και µεγάλους τραγουδιστές, εγώ, σε αντίθεση µε άλλους συναδέλφους µου, δε διηύθυνα. ∆εν το έκανα, γιατί θεωρούσα αστείο, αν και τους σεβόµουν πάρα πολύ, να διευθύνεις 4 -5 µουσικούς. Όταν διευθύνεις, διευθύνεις µια µεγάλη ορχήστρα. Άλλωστε η δουλειά του µαέστρου είναι πολύ διαφορετική από αυτή του συνθέτη. Εγώ λοιπόν ακόµη και στις δικές µου συναυλίες της εποχής εκείνης καθόµουν στο πιάνο. Νοµίζω στις αρχές της δεκαετίας του ’90 ξεκίνησα τις συναυλίες πιάνο-φωνή. Με τη ∆ήµητρα Γαλάνη, µε τον Κώστα Θωµαΐδη και µε άλλους καλλιτέχνες που µπορούσαν να αντέξουν 2 ώρες να είναι στη σκηνή τραγουδώντας. Εκεί είδα ότι έπρεπε να αντικαταστήσω µια ολόκληρη ορχήστρα, οπότε έπρεπε να δοθώ µε πάθος και οφείλω να πω, χωρίς να µε παρεξηγήσετε, πως είµαι καλός πιανίστας. Εκεί λοιπόν και κυρίως µε τη συνεργασία µου µε τον Βασίλη Παπακωνσταντίνου το 1999-2000 απεδείχθη στη σκηνή ότι είµαι perfomer. Ο Βασίλης τότε σάρωνε. Αν και εγώ δε λειτουργούσα ως performer, θα µετατρεπόµουν σε ένα δευτερεύον στοιχείο. Ένα παράδειγµα είναι όταν λέω τους «Εφτά νάνους», όπου υπάρχει µια απόλυτη απογείωση δική µου και του κοινού. Πάντοτε, όπου παίζονται οι «Εφτά νάνοι», γίνονται η αιχµή του δόρατος µε όποιον τραγουδιστή και αν είµαι στη σκηνή. Όµως, πάντα µε τον απόλυτο σεβασµό προς τον τραγουδιστή που τραγουδάει, είτε τραγούδια µου είτε τραγούδια άλλων συνθετών και τον σεβασµό του τραγουδιστή προς εµένα.
Μετά από τέτοια µακρόχρονη κι επιτυχηµένη πορεία, τι είναι αυτό που σας τροφοδοτεί και δε σας αφήνει να επαναπαυτείτε στις δάφνες σας;
Το ερώτηµά σου µε πάει στην ουσία της ύπαρξής µου. Η αποστολή µου είναι δύο πράγµατα, που επί της ουσίας είναι ένα: να ξεπερνάω τις δυνατότητές µου. Θεωρώ ότι ήρθα σε αυτό τον κόσµο όχι µε κάποια αποστολή από το «θείον», αλλά για να ξεπερνάω τις καταγεγραµµένες µου δυνατότητες. Να κατακτώ, αν θες, το αδύνατο. Γιατί έτσι παλεύω µε τον χρόνο. Όταν γεννιόµαστε, είµαστε πολύ µικροί για να σκεφτούµε το µετά ή το τέλος. Το τέλος όµως είναι προσδιορισµένο. Εγώ λοιπόν την αποκρούω αυτή την ιδέα. Θεωρώ δηλαδή ότι ο χρόνος και η παραλλαγή του, που είναι ο θάνατος, είναι ένας πυγµάχος τεραστίων διαστάσεων που µε προκαλεί από την ώρα που γεννιέµαι να πυγµαχήσω µαζί του σε ένα ρινγκ και είµαι υποχρεωµένος να το κάνω. Τι στόχο βάζω αφού ξέρω ότι στον 15ο γύρο θα µε νικήσει µε νοκ-άουτ; Βάζω στόχο σε κάθε γύρο να τον κερδίζω στα σηµεία. Και το έχω πετύχει αν καταφέρνω µε τη µουσική µου σε αυτόν εδώ τον χώρο, στο πιάνο µου, στο γραφείο µου, να ξεπερνάω τα όριά µου όσες φορές µπορώ περισσότερο και εποµένως να τον σταµατώ. Γιατί, όταν ξεπερνάς τα όριά σου, τον σταµατάς τον χρόνο. Για να υπογράφω µουσική, γι’ αυτό είµαι πάνω στη σκηνή. Ελπίζω να αποσυρθώ όταν θα πρέπει να αποσυρθώ και να µη γίνω γραφικός. Αλλά µέχρι τη στιγµή που µιλάµε αντέχω. Αντέχω να απογειώνοµαι. Όχι αντέχω να υπάρχω σερνάµενος.
Τι γεύση αφήνουν αυτές οι νίκες;
Αν νικήσεις κάποια στιγµή, µε την έννοια που το λέµε, αδειάζεις. Και πρέπει να ξαναγεµίσεις. ∆υστυχώς, όπως βλέπεις, µερικές φορές γεµίζω τρώγοντας! Παλιότερα γέµιζα µε ένα βλέµµα, τώρα έχω τους δικούς µου ανθρώπους: τη γυναίκα µου, τα παιδιά µου. Εγώ, χωρίς να θέλω να το µυθοποιήσω, 99 φορές στις 100, µετά τους «Εφτά νάνους», αδειάζω. Και αν πάρουµε δείγµα από τα τελευταία 6 χρόνια, έχω κάνει γύρω στα 550 κονσέρτα. Μόνο φέτος και πριν το Badminton, που ήταν 42 παραστάσεις, είχα 25 παραστάσεις µε τη Ρίτα Αντωνοπούλου και τον Θύµιο Παπαδόπουλο και τώρα ετοιµάζοµαι για 35 παραστάσεις µε τον Μίλτο Πασχαλίδη. Αν τα προσθέσουµε όλα αυτά, είναι πάνω από 100 παραστάσεις σε µία χρονιά.
Ξεκινήσατε σε µια µεταβατική κοινωνικά εποχή και συµµετείχατε εξίσου στην άνθηση τόσο του καλλιτεχνικού όσο και του κοινωνικού τοπίου. Σήµερα, ποια είναι η θέση του καλλιτέχνη;
Όντως έζησα σε µια εποχή που τα οράµατα υπήρχαν. Τα οράµατα για µια καλύτερη κοινωνία, είτε αυτά εντάσσονταν στο επίπεδο του πολιτισµού είτε στο επίπεδο µιας κοινωνικής αλλαγής. Επίσης, έπαιζε ρόλο η γνώση που ακόµα υπήρχε. Κατά την άποψή µου, η γνώση είναι στοιχείο που, παρά τη δυσκολία της τεχνολογίας, η οποία λειτουργεί οριζοντίως και όχι καθέτως, πρέπει να διευρύνεται συνεχώς για τον σκεπτόµενο άνθρωπο. Αυτά τα χαρακτηριστικά υπήρχαν εκείνη την εποχή σε αρκετούς. Αυτή τη στιγµή έχει επικρατήσει µια βαρβαρότητα. Πάντως ακόµα και πριν την κρίση, σε όλο τον κόσµο η παγκοσµιοποίηση έχει αποφέρει µια τυποποίηση, η οποία είναι θάνατος και στην προσωπική µας ζωή και στην κοινωνική µας ζωή και στην τέχνη. Ένα παράδειγµα είναι ότι µας εθίζουν στο fast food. Σκέφτοµαι, λοιπόν, ένα παραδοσιακό κυριακάτικο φαγητό της γιαγιάς ή της µαµάς πόση διαφορά έχει από το καθηµερινό τυποποιηµένο προβληµατικό φαγητό των fast food. Αυτό γίνεται και στην τέχνη. Αυτό γίνεται παντού. Σε αυτή τη βαρβαρότητα προστίθενται και κάποια στοιχεία, τα οποία ανήκουν στο κοινωνικοπολιτικό πεδίο, αλλά είναι σηµαντικό να τα αναφέρουµε, γιατί µας αφορούν όλους, ανεξαρτήτως της άποψης που έχουµε για το πώς πρέπει να είναι µια κοινωνία.
Τα στοιχεία τα οποία µάλιστα απορρέουν και από τους στυλοβάτες αυτού του συστήµατος και όχι από την αντιπολίτευση ή την αριστερά ή κάποιους οργανωµένους ανθρώπους που θέλουν µια διαφορετική κοινωνία είναι τα εξής: Από το 2008 που κατέρρευσε η Lehman Brothers µέχρι και τα τέλη του 2013, 88 βασικοί µέτοχοι εταιρειών, 88 άνθρωποι κατέχουν όσο πλούτο κατέχουν 3.500.000.000 άνθρωποι στον πλανήτη. Και σκέφτοµαι. Ποιος άνθρωπος που µπορεί να θεωρεί τον εαυτό του δεξιό, αριστερό, κεντρώο µπορεί να δεχτεί αυτή την αριθµητική; Και τι απορρέει από αυτή την τροµακτική αδικία; Απορρέουν όλα όσα ζούµε. Έχουµε λοιπόν µια κοινωνία απίστευτης αδικίας. Αυτή η βαρβαρότητα πού θα καταλήξει; Στο χάος; Σε µια καλυτέρευση µέσα στα χρόνια; ∆εν το ξέρω. Είναι µια βαρβαρότητα που µπορεί αυτή τη στιγµή στην Ελλάδα να υπάρχει µε πολύ µεγάλη ένταση, όµως υπάρχει και στην υπόλοιπη Ευρώπη, για να µην πω σε όλο τον υπόλοιπο κόσµο. Θεωρητικά σηκώνεις τα χέρια ψηλά. Εγώ όµως δεν τα σηκώνω. Και αυτό ισχύει όχι µόνο για τώρα, αλλά πάντα. Ζούµε σε έναν καπιταλισµό, είναι από τη µάνα του άδικο αυτό το σύστηµα. Όµως µπορεί κάποιος να πει ότι όντως συµβαίνει, αλλά δεν µπορεί να παραχθεί και αλλιώς πλούτος, από τη στιγµή που ο σοσιαλισµός δεν τα κατάφερε. Καµία αντίρρηση. Πρέπει όµως να δεχτείς ότι όλοι οι υπόλοιποι πρέπει να ζουν σε ανέχεια; Εγώ προσωπικά µπορεί να µην έχω άποψη για το τι πρέπει να κάνουµε, όµως, λίγο πιο κάτω από το σπίτι µου πέτυχα κάποιους πιτσιρικάδες να γράφουν πάνω σε έναν τοίχο και όταν πήγα να τους πω ότι δεν είναι σωστό, αφού είδα τι έγραφαν, έµεινα άγαλµα και τους αγκάλιασα και τους φίλησα. Αυτό που έγραψαν είναι «µόνος σου µπορείς να τρέξεις γρήγορα, µαζί όµως µπορούµε να πάµε µακριά»… Αυτό λοιπόν πιστεύω. Όπως πιστεύω και το «λυπήσου αυτούς που δεν ονειρεύονται», όπως πιστεύω το «ας είµαστε ρεαλιστές, ας κατακτήσουµε το αδύνατο». Αυτά τα τρία προτείνω. Τον τρόπο δεν µπορώ να το βρω εγώ. Εγώ παίζω πιάνο.
Πόσοι µπορεί να γνωρίζουν αυτή την άδικη διανοµή του πλούτου;
Είναι συγκλονιστικό γιατί είναι non paper της παγκόσµιας τράπεζας και η τηλεόραση δεν το ανέφερε ποτέ. Και αν το είπε, το πέρασε στα ψιλά. Είπαµε και ποιος είναι ο ρόλος των συστηµικών µέσων µαζικής ενηµέρωσης. Και αυτό είναι παγκόσµιο φαινόµενο. Έχουµε ένα σύστηµα που παράγει αδικία και βαρβαρότητα. Ποια είναι τα πράγµατα που το βοηθούν να εµπεδώνει τη λειτουργία του; Καταρχήν τα µέσα µαζικής ενηµέρωσης, µε ελάχιστες εξαιρέσεις. Αν δεν υπήρχε αυτό, φυσικά θα είχαν βρει κάτι άλλο, αλλά δε θα µπορούσε να συνεχίσει να λειτουργεί έτσι.
Νιώθετε ότι έχουµε «κλειστεί στο καβούκι µας» ως µονάδες και συνολικά ως κοινωνία;
Πάντοτε το ενεργό κοµµάτι ήταν µειοψηφία. Και τώρα υπάρχει µια µειοψηφία που παλεύει. Απλώς ανοίχτηκε πολύ το τοπίο, έχουν µπει πολλά πράγµατα στον λογαριασµό, έπεσε το ένα πάνω στο άλλο και δύσκολα πλέον µπορείς να τα ξεχωρίσεις, και έτσι λίγο µπλέκουµε.
Τις µέρες της αναζήτησης των πρακτικών λύσεων, η τέχνη έχει καταλήξει να αφορά µόνο την ελίτ; Όχι από τη µεριά του κοινού, αλλά και των καλλιτεχνών. Βλέπετε να µειώνεται η ιδεολογική της σκιά και η επίδρασή της στο κοινό αίσθηµα;
∆εν ήταν ποτέ η τέχνη το να µπορέσεις να δουλέψεις ως καλλιτέχνης. Η ζωή του Μπαχ, που απεδείχθη µια µεγαλοφυΐα µέσα στις εποχές, δεν ήταν εύκολη. Είχε 20 παιδιά, δεν υπήρχε ηλεκτρικό, ο αρχιεπίσκοπός του, γιατί έπαιζε όργανο σε µια εκκλησία, ήταν πολύ σκληρός και του έδινε κάθε Σάββατο να κάνει µια καινούρια λειτουργία, µια καινούρια µουσική και αυτός δούλευε 20 ώρες τη µέρα για το ψωµί των παιδιών του. Σχεδόν τυφλώθηκε από το κερί που χρησιµοποιούσε για να βλέπει και να γράφει. Πόσοι Μπαχ χάθηκαν εκείνη την εποχή; Νοµίζω χιλιάδες. Βέβαια, αργότερα ήρθε µια άνθηση. Αν το πάρουµε στη µουσική, στην Ελλάδα, στην εποχή µου, µπορούσαν αρκετοί να βγάλουν δουλειές και κάποια στιγµή να αποκτήσουν φωνή. Η δυσκολία υπήρχε πάντα. Υπήρχε στα εικαστικά, στο θέατρο. Στη µουσική ή και στην ποίηση θα έλεγα ότι είναι λίγο πιο εύκολα γιατί είναι πιο µοναχικές λειτουργίες, αλλά, αν είσαι συνθέτης κλασικής µουσικής, ποιος θα βρεθεί να παίξει τα έργα σου; Πάντα χάνονταν και θα συνεχίσουν, όσο οι κοινωνίες είναι άδικες, να χάνονται πάρα πολλά ταλέντα. Βεβαίως να κάνω και την παρατήρηση ότι ανάµεσα σε αυτά που θα χαθούν και σε αυτά που αξίζουν να µη χαθούν, υπάρχουν και πράγµατα που µε πρόσχηµα το ότι κάποιος δεν είναι του «κυκλώµατος», θα το έχετε ακούσει, είναι απέξω. Εγώ προτιµώ να είναι όλοι µέσα και να ξεκαθαρίσει ο κόσµος το ποιος αξίζει. Αυτό όµως δε θα συµβεί ποτέ. Και φυσικά δε συνέβη ποτέ. Αυτή την εποχή, αν δυσκόλεψαν τα πράγµατα στο τραγούδι, αυτό οφείλεται στην κατάρρευση της βιοµηχανίας των δίσκων, η οποία, όταν υπήρχε, µπορούσε να δείξει τη δουλειά κάποιου. Η τέχνη βέβαια προϋποθέτει κάτι. Σε αυτήν τη δουλειά πεθαίνουµε και ξαναγεννιόµαστε. Αυτή είναι η ιστορία της τέχνης. ∆εν υπάρχει µέσος όρος και αυτό είναι το συγκλονιστικό και το καθοριστικό για να συνεχίσεις. Αν όντως νιώθεις ότι πεθαίνεις, αλλά έχεις πολλές δυσκολίες, θα επιµείνεις. ∆ε λέω ότι κάποια στιγµή θα ανταµειφθείς. Εξαρτάται. Θέλω την κοινωνία που ο ψαράς θα γράφει ποιήµατα και ο ποιητής θα ψαρεύει, αλλά δυστυχώς δε θα τη δω ποτέ.
Τι άποψη έχετε για την καινούρια µορφή της µουσικής αγοράς, δηλαδή για τις υπηρεσίες music streaming; Πιστεύετε ότι µπορεί να σώσει τη µουσική βιοµηχανία, όπως έκανε για µια περίοδο το itunes;
Όλα αυτά µειώνουν τη µουσική. Πέρα από το γεγονός ότι χτύπησαν τη βιοµηχανία του δίσκου, την κατέστρεψαν και πλέον δε βγαίνουν καινούρια πρόσωπα. Αυτό που οι πιτσιρικάδες δεν καταλαβαίνουν είναι ότι µε αυτά τα µέσα δε δηµιουργείται συνέχεια, η συνέχεια του Μικρούτσικου, του Σαββόπουλου, του Χατζιδάκι, του Θεοδωράκη, που έπαιξαν ρόλο σε µια εποχή. Από όλο αυτό το οικοδόµηµα της µουσικής φτάσαµε στο itunes;
Ξεκινάτε 3 Ιουνίου με μία μεγάλη συναυλία στο Θέατρο Πέτρας. Θα περιοδεύσετε στην Ελλάδα; Και µετά;
Οι καλοκαιρινές συναυλίες είναι πιο εξωστρεφείς από τα ειδικά project. Αυτό βέβαια δε σηµαίνει µείωση της καλλιτεχνικότητας. Με τον Μίλτο αποφασίσαµε οι χώροι που θα παίξουµε να είναι πιο θεατρικοί, άρα να υπάρχει η δυνατότητα µιας µουσικής διαδικασίας. Είναι πιο εξωστρεφές µε την έννοια ότι έχουµε ένα σύνολο εκπληκτικών µουσικών, µε επικεφαλής τον Θύµιο Παπαδόπουλο, που είναι από τους καλύτερους Ευρωπαίους παίκτες, δεξιοτέχνης 16 πνευστών. Ρίχνουµε µεγάλο βάρος όχι µόνο στην επιλογή των τραγουδιών, αλλά και στον τρόπο που θα τα παρουσιάσουµε γιατί αυτό είναι που διαφοροποιεί τα πράγµατα. Όταν παίζεις συνέχεια τα τραγούδια, υπάρχει ο κίνδυνος να τυποποιηθείς. Αυτό δε µου συνέβη ποτέ, γιατί δεν αφήνοµαι στην περπατηµένη. Ας πάµε από το 2000, όπου κάνω περιοδεία µε ένα ροκ σχήµα µε τον Βασίλη Παπακωνσταντίνου, το 2002 αλλάζω και παίρνω τον νεαρό τότε Χρήστο Θηβαίο µε ένα άλλου τύπου γκρουπ, κάπως περίεργο και µε επικεφαλής τη Βάσω ∆ηµητρίου, µια εκπληκτική κιθαρίστρια που είχε έρθει από το Los Angeles. To 2003 συνεχίζω µε τον Θηβαίο αλλά µε ένα τρίο πάνω στη σκηνή, κιθάρα-βιολί-πιάνο. Το 2005 κάνω ολοκληρωµένα τη δουλειά του Νίκου Καββαδία µε παραστάσεις στο Μέγαρο και µετά σε όλη την Ελλάδα. Το 2006 βγαίνω µε τον Γιάννη Κούτρα και εµφανίζω τη Ρίτα Αντωνοπούλου µε ένα άλλο γκρουπ. Το 2008 κάνω µε τον Πασχαλίδη και την Αντωνοπούλου. Το 2009 κάνω µια ιστορία µε τα Υπόγεια Ρεύµατα διασκευής της δουλειάς µου και ξεκινάω από το 2010 να αλλάζω τραγουδιστές µε ένα duo, εγώ και ο Θύµιος, το οποίο το κάναµε και στο εξωτερικό, όπου δεν ξέρουν τη γλώσσα και δεν έχουν τη µνήµη από τα τραγούδια και όµως µας αποθέωσαν γιατί η µουσικότητα, ο αυτοσχεδιασµός, η δεξιοτεχνία του Θύµιου και η δικιά µου, ήταν τέτοια, που δηµιουργούσαν µια απογείωση, ανεξαρτήτως της γλώσσας και του κειµένου του τραγουδιού. Σας ανέφερα συνεργασίες µε 10 διαφορετικές µορφές. Αυτό είναι το στοίχηµα που έχω. Βεβαίως δεν µπορώ να µην πω τη «Θεσσαλονίκη», να µην πω τη «Ρόζα», ο τρόπος όµως που λέγονται, που δένονται µε τα τραγούδια του Μίλτου, καθώς και ο τρόπος που τα αποδίδει ο Μίλτος, όσα δικά µου λέει, είναι τέτοιος, που δηµιουργεί το απρόβλεπτο και τη νέα εµφάνιση του υλικού. Σε αυτό είµαι µανιακός και αυτό το στοίχηµα το έχω κερδίσει. Μόνο που κάθε φορά σου ανατίθεται από την αρχή ξανά, δεν το έχεις κερδίσει εκ των προτέρων, το κερδίζεις από τη διαδικασία. Έτσι λοιπόν, ξεκινάµε 3 Ιουνίου από το θέατρο Πέτρας στην Πετρούπολη και ελπίζω το πρώτο στοίχηµα να το κερδίσουµε. ∆εν εννοώ να έρθει πάρα πολύς κόσµος. Ο κόσµος που είναι να έρθει θα έρθει. Αλλά τη σχέση µας. Άλλωστε η τέχνη δεν αλλάζει τον κόσµο. Τον κόσµο τον αλλάζουν µόνο οι άνθρωποι, άνθρωποι µε κριτική συνείδηση, και η τέχνη βοηθά στην απόκτηση κριτικής σκέψης. Ειδικά την περίοδο της κρίσης η τέχνη εµψυχώνει. Όχι όµως µονόδροµος, από πάνω προς τα κάτω, αλλά αµφίδροµα, καθώς και η µατιά σου, όταν παίζω, µε εµψυχώνει. Αυτό πέραν της επαγγελµατικής διάστασης και πέραν της στενά καλλιτεχνικής παρουσίασης είναι πολύ βασικό. Και αυτό είναι ο τρίτος λόγος που βγαίνω το καλοκαίρι µε τον Μίλτο σε συναυλίες.
All rights reserved 2020. Απαγορεύεται η αναδημοσίευση όλου του κειμένου ή τμήματος αυτού καθώς και η αναπαραγωγή των φωτογραφιών χωρίς αναφορά στην πηγή και το συντάκτη/φωτογράφο.