Η διάσωση των αρχαίων του Εθνικού Μουσείου
Το έπος της Απόκρυψης των εκθεμάτων του Εθνικού Αρχαιολογικού Μουσείου
Σαν σήμερα 28η Οκτωβρίου, επέτειο ημερομηνία, κατά την οποία ο Ιωάννης Μεταξάς το 1940 απαντώντας στον Ιταλό πρεσβευτή Ε.Γκράτσι, το περίφημο «Alors, c’est la guerre» σημαίνει την έναρξη του πολέμου απορρίπτοντας το πολεμικό τελεσίγραφο που ζητούσαν την άνευ αντιστάσεως έλευση στο ελληνικό έδαφος. Η εισβολή των Ιταλών ξεκίνησε από το βόρειο μέτωπο, ωστόσο στον τομέα του πολιτισμού αν και υπήρχε κινητοποίηση ήδη από το 1937 για τον επερχόμενο πόλεμο, τα αρχαιολογικά μουσεία δεν είχαν προλάβει να λάβουν τα απαραίτητα μέτρα προφύλαξης για την προστασία των θησαυρών της αρχαιότητας που φιλοξενούσαν, όχι μόνο από την αρπαγή αλλά και από ενδεχόμενες εναέριες επιθέσεις.
Το χρονικό της απόκρυψης
Στις 11 Νοεμβρίου του 1940 ο Υφυπουργός του Υπουργείου Θρησκευμάτων και Εθνικής Παιδείας Νικόλαος Σπέντζας απέστειλε εγκύκλιο με τίτλο: «Γενικαί τεχνικαί οδηγίαι διά την προστασίαν των αρχαίων των διαφόρων μουσείων από τους εναερίους κινδύνους». Με υπουργική απόφαση δημιουργήθηκε η Επιτροπή Απόκρυψης και Ασφάλισης των Εκθεμάτων.
Της Επιτροπής ηγούνταν τρεις Αρεοπαγίτες και μέλη αυτής ήσαν ο γραμματέας της Αρχαιολογικής Εταιρείας Γεώργιος Οικονόμου, ο προσωρινός διευθυντής του μουσείου Αναστάσιος Ορλάνδος, ο καθηγητής Σπυρίδωνας Μαρινάτος, ο έφορος Γιάννης Μηλιάδης και Σέμνη Καρούζου, η επιμελήτρια Ιωάννα Κωνσταντίνου. Συμμετείχαν επίσης εθελοντικά ο διευθυντής του Αυστριακού Αρχαιολογικού Ινστιτούτου Otto Walter, ο Βρετανός αρχαιολόγος Alan Wace και o καθηγητής Σπύρος Ιακωβίδης ως πρωτοετής φοιτητής τότε.
Χάλκινο άγαλμα Διός ή Ποσειδώνος του Αρτεμισίου, βρέθηκε στο βυθό της θάλασσας και τοποθετείται στο 460 π.Χ. Τα χάλκινα αντικείμενα έπρεπε να τυλιχτούν με βαμβάκι και ξυλοβάμβακα. Η αποθήκευσή τους γινόταν σε καθαρά ξύλινα κιβώτια επενδεδυμένα με κηρόχαρτο ή κηρόπανο ή πισσόχαρτο για να προφυλαχτούν από την υγρασία. Το κιβώτιο στη βάση του έπρεπε να είναι στρωμένο με ροκανίδια ή άχυρα τυλιγμένα σε χαρτί. © Φωτογραφικό Αρχείο Εθνικού Αρχαιολογικού Μουσείου.
Η εγκύκλιος αυτή περιελάβανε ακριβείς οδηγίες για την διασφάλιση των αρχαιοτήτων. Ο τρόπος απόκρυψης που είχε υποδείξει το Υπουργείο ήταν είτε η τοποθέτηση σε ξύλινα κιβώτια στους υπόγειους χώρους των μουσείων που πληρώνονταν μέχρι την οροφή με άμμο για να αντέξουν το βάρος και τις ισχυρές δονήσεις σε περίπτωση βομβαρδισμού, είτε η κατάχωση σε ορύγματα στο δάπεδο των αιθουσών των μουσείων ή σε υπόγεια και προαύλιους χώρους δημόσιων ιδρυμάτων, καλυπτόμενα με αδρανή υλικά όπως άμμο ή χώμα και επικαλυπτόμενα από οπλισμένο σκυρόδεμα.
Τα πολύτιμα εκθέματα ανάλογα με την κατάσταση της συντήρησης στην οποία είχαν περιέλθει μέχρι την στιγμή της απόκρυψης και το υλικό της κατασκευής τους, αποθηκεύτηκαν με ανάλογο τρόπο, ώστε να είναι απόλυτα προστατευμένα από ενδεχόμενη καταστροφή.
Τα χρυσά εκθέματα του μουσείου παραδόθηκαν σε ξύλινα κιβώτια μαζί με τα βιβλία καταγραφής και τεκμηρίωσης των αρχαιοτήτων, στο κεντρικό κατάστημα της Τράπεζας της Ελλάδος.
Οι σάκκοι με άμμο είχαν τοποθετηθεί σε εξωτερικούς τοίχους και τοίχους αυλών του Εθνικού Αρχαιολογικού Μουσείου για προφύλαξη από την κατάρρευση των τοίχων από βομβαρδισμούς, όπως σε κτίρια άλλων ευρωπαϊκών πόλεων. © Φωτογραφικό Αρχείο Εθνικού Αρχαιολογικού Μουσείου.
Έξι μήνες κράτησαν οι εργασίες της απόκρυψης. Ξεκινούσαν πολύ πρωί, πριν καν ξημερώσει και τελείωναν πολύ αργά το βράδυ. Ο αγώνας ήταν δύσκολος αφού η γερμανική εισβολή ήταν πλέον πολύ κοντά και το άγχος κάτω από το οποίο διενεργούνταν οι εργασίες ήταν μεγάλο. Στο σχετικό ντοκιματέρ Η απόκρυψη ο καθηγητής Σπύρος Ιακωβίδης αφηγείται χαρακτηριστικά: «Δουλεύαμε ενάντια στο χρόνο..»
«Βάλε φωτιά»: ήταν το σύνθημα που χρησιμοποιούσε ο γλύπτης Ανδρέας Παναγιωτάκης ως παράγγελμα όταν τα γλυπτά ήταν έτοιμα να κατέβουν στην κρύπτη τους. Σύμφωνα με τις μνήμες της εφόρου αρχαιοτήτων Σ. Καρούζου: «Αν καμιά ζημιά δεν έγινε στα μάρμαρα παρ’ όλες αυτές τις μετακινήσεις, τούτο οφείλεται κυριότατα στο ότι προϊστάμενος του συνεργείου των εργατών ήταν τότε έως και στα πρώτα χρόνια ύστερα από τον πόλεμο ο παλαιός, έμπειρος και αφοσιωμένος γλύπτης των ελληνικών μουσείων Ανδρέας Παναγιωτάκης».
Η απόκρυψη του Κούρου του Σουνίου έγινε σε όρυγμα μπροστά από το βάθρο του. Για την κάθοδο των αγαλμάτων στα ορύγματα χρησιμοποιήθηκαν αυτοσχέδιοι ξύλινοι γερανοί τους οποίους χειρίζονταν οι τεχνίτες του μουσείου. © Φωτογραφικό Αρχείο Εθνικού Αρχαιολογικού Μουσείου
Τον Απρίλιο του 1941, όταν οι γερμανικές δυνάμεις κατοχής εισέβαλαν στην Αθήνα την επόμενη αμέσως ημέρα κατευθύνθηκαν στο Αρχαιολογικό Μουσείο. Με μεγάλη έκπληξη διαπίστωσαν ότι τα πολύτιμα εκθέματα έλειπαν από τις προθήκες και τα αγάλματα δεν ήταν στη θέση τους.
Στις επίμονες και απειλητικές πολλές φορές ερωτήσεις των Γερμανών για το που βρίσκονται οι αρχαιότητες, οι φύλακες απαντούσαν: –Εκεί που ανήκουν, δηλαδή στη γη. Και έλεγαν την αλήθεια…
Τα ορύγματα έμοιαζαν με πολυάνδρια δηλαδή με ομαδικούς τάφους. Η φύλαξη των γλυπτών γινόταν ανάλογα με το μέγεθος και τη σημασία του καθενός. Τα μεγαλύτερα από αυτά παρατάσσονταν όρθια σε βαθιά ορύγματα που είχαν ανοιχτεί στα δάπεδα των βόρειων αιθουσών του μουσείου. Στα δεξιά μπορείτε να παρατηρήσετε έναν από τους τεχνίτες που συμμετείχαν στην απόκρυψη των θησαυρών της αρχαιότητας, ο οποίος σχεδόν δεν ξεχωρίζει από τα αγάλματα. © Φωτογραφικό Αρχείο Εθνικού Αρχαιολογικού Μουσείου.
Έχοντας βρεθεί σε ανασκαφές ως φοιτήτρια του τμήματος αρχαιολογίας όταν θυμάμαι το συναίσθημα της αποκάλυψης των ευρημάτων αναλογίζομαι αντίστοιχα το συναίσθημα την εναπόθεσης των ευρημάτων στη θέση πίσω όπου βρέθηκαν και με παραλύει ένα δέος. Είναι βαθιά συγκινητικό. Η ιστορία χάρη στους ανθρώπους αυτούς σώζεται με ”όνομα και πρόσωπο” και όχι απλώς μέσα σε τόμους ιστορίας με φωτογραφίες. Οι μάχες δεν δόθηκαν μόνο στα χαρακώματα στο μέτωπο, δόθηκαν και στα υπόγεια των μουσείων, όταν σχεδόν με το πιστόλι στον κρόταφο, με χειρουργική προσοχή και ακρίβεια οι αγωνιστές του πολιτισμού “τύλιγαν” την ιστορία την ίδια αυτοπροσώπως σε εφημερίδες με αγάπη και φροντίδα και την εναπόθεταν στην αγκαλιά της γης για να τη διαφυλάξουν για τις μελλοντικές γενιές. Συγκίνηση και σεβασμός, όταν στέκομαι μπροστά στον κούρο του Σουνίου, στον Ποσειδώνα ή Δία του Αρτεμισίου, στον αμφορέα από το Δίπυλο, που κυριολεκτικά πήγαν στον άλλον κόσμο και γύρισαν ακέραια χάρη στους ανθρώπους που ο πολιτισμός, δεν είναι απλά το πεδίο του επαγγέλματός τους, αλλά η ζωή τους ολόκληρη.
* Ευχαριστούμε το Εθνικό Αρχαιολογικο Μουσείο για την παραχώρηση του φωτογραφικού υλικού από το αρχείο του. Ιδιαίτερες ευχαριστίες στην αρχαιολόγο – επιμελήτρια αρχαιοτήτων κ. Μαρία Χιδίρογλου για την πολύτιμη βοήθειά της.
Βιβλιογραφία
Πετράκος Β.Χ., «Τα αρχαία της Ελλάδος κατά τον πόλεμο 1940-1944», Ο Μέντωρ 31 (1994)
Καρούζου Σ., «Σύντομη Ιστορία του Εθνικού Μουσείου», στο Καρούζου Σ., Εθνικόν Αρχαιολογικόν Μουσείον, Συλλογή Γλυπτών, Περιγραφικός Κατάλογος, Αθήναι 1967, ια’-κ’.
«Ζημίαι των Αρχαιοτήτων εκ του Πολέμου και των Στρατών Κατοχής», Εθνικό Τυπογραφείο, Αθήναι 1946
Χριστοπούλου Α., «Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο και Νεότερη Ελλάδα. Παράλληλες Ιστορίες», «Αρχαιολογία & Τέχνες» 113 (Δεκέμβριος 2009)
All rights reserved 2020. Απαγορεύεται η αναδημοσίευση όλου του κειμένου ή τμήματος αυτού καθώς και η αναπαραγωγή των φωτογραφιών χωρίς αναφορά στην πηγή και το συντάκτη/φωτογράφο.